United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μοναχοκόρη κι αρχοντοπούλα μικρορφανεμένη από μητέρα, το καμάρι κ' η χαρά του γέροντά της, άκακη κι απονήρευτη σαν τ' ανοιξάτικο πουλάκι, αγνή σαν χριστογεννιάτικο χιόνι, είχε γνωρίση τον κόσμο που ξαπλόνουνταν άγνωστος και με μυθική ομορφιά πέρα απ' τα βουνά του χωριού της, μονάχα απ' τα βιβλία που διάβαζε στην ερημιά της.

— Ο Θεός, απ' ανασταίνει νεκρούς, σα θέλη, θα τη γιάνη. Και θα τη γιάνη, γιατ' είνε άκακη και καλόγνωμη. Η μητέρα μου με κύταξε άναυδη. Έπειτα μου είπε κιο θυμός έτρεμε στη φωνή της: Θωρώ τα όσα σούπα τάβαλες απού το 'ν' αυτί και τάβγαλες απού τάλλο. Αυτή 'νε, μωρέ μπουνταλά, η γιάκακη, απού 'χει όλους τσοι δαιμόνους μέσα τση; Άκουσ' είντα σου λέω κ' εγώ.

Θα ήτον ως είκοσι χρόνια μεγαλείτερος από μένα. Τόσο μικρή και τόσο άκακη και άγνωστη ήμουν, κορίτσι δεκατριών χρονών. Εκείνος μ' έπαιρνε στα γόνατά του και μ' εφίλευε καραμέλες. Θα ήταν τριαντάρης τότε. Εγώ ούτε ιδέαν είχα απ' αυτά τα πράγματα.

Τότε εγώ ωσάν απλή, άκακη και χωρίς πονηρίαν έκλεινα εις το ζήτημα και εξεσκέπασα το ένα μάγουλον μόνον μέσα εις το εργαστήριόν του. Εκείνος ο αχρείος αντί να με φιλήση μόνον, με εδάγκασεν τόσον, που εκίνησαν τα αίματα· εγώ από τον πόνον, από τον φόβον και την εντροπήν εδειλίασα και έπεσα εις λιποθυμίαν.