United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φαίνεται δε ότι μου έχουν κλέψη πολλά, αλλοιώτικα που βρήκε τα χρήματα ο Τίβιος και αγόρασε χθες, ως ήκουσα, τόσο μεγάλα παστόψαρα κ' επήρε της γυναίκας του σκουλαρίκια πέντε δραχμών; ω δυστυχία μου, με ληστεύουν. Αλλά και τα σκεύη μου τα πολύτιμα δεν είνε ασφαλισμένα εκεί που τα έχω και είνε τόσα πολλά. Φοβούμαι μήπως κανείς τρυπήση τον τοίχον και τα κλέψη.

Και τώρα εννοώ ότι είμαι πολύ ασφαλέστερος να κόφτω και να ράβω παπούτσια παρά να πίνω από χρυσήν φιάλην κρασί εις το οποίον έχει αναμιχθή κώνειον ή άλλο δηλητήριον. Ο μόνος κίνδυνος που διατρέχω εγώ είνε να ξεφύγη το σουβλί να μου τρυπήση το δάκτυλον και να βγάλω ολίγον αίμα• αυτοί όμως, ως λες, συντρώγουν με τον Θάνατον και η ζωή των είνε γεμάτη από δυστυχίαν.

Τους τοίχους του πύργου να τρυπήση, στο χαρέμι να κρυφογλιστρήση δίχως μήτε σκλάβος να τονε δη, στης Μελέκης τα γόνατα να πέση και να ζητήση βοήθεια και σωτεριά, — είταν όνειρα γλυκά κ' ησυχαστικά, μα όνειρα ανωφέλητα της αγάπης. Είχε ως τόσο κι ο Αγάς τον καημό του. Τον έτρωγε και κείνονα κρυφή συλλογή. Πώς αϊτός να γείνη, να πετάξη και να φέρη ταγόρι στον Όλυμπο!

Ούτε συκοφάντην φοβείσαι συ, ούτε ληστήν μήπως ανέβη τον αυλόγυρον ή τρυπήση τον τοίχον του σπιτιού σου, ούτε κοπιάζεις και σκοτίζεσαι να λογαριάζης ή να ζητής τα οφειλόμενα, ούτε με τους διαχειριστάς και καταχραστάς οικονόμους τσακώνεσαι.

Από το ψηλό Κάστρο της Σκέψεως μπορούμε να βλέπωμε πέρα τον Κόσμο της Γαλήνης· και συγκεντρωμένος εντός του και τέλειος ο αισθητικός κριτικός μελετά τη ζωή, και καμμιά, τολμηρά ριγμένη, σαΐτα δεν μπορεί να τρυπήση τους αρμούς του εφιππίου του. Αυτός τουλάχιστον είναι ασφαλής. Ανακάλυψε το πώς να ζη.

Αλλ' επειδή και η ζωή είναι γλυκεία, και ο άνθρωπος πάντοτε στοχάζεται κάθε τρόπον διά να την φυλάξη, εγώ εκείνην την ημέραν εσύναξα πάρα πολλά παλιούρια και άλλα αγκαθερά ξύλα και τα έκαμα διάφορα δεμάτια και τα έδεσα ολόγυρα εις το δένδρον από κάθε μέρος ανάμεσα εις τα κλωνάρια του· όταν ενύκτωσεν, εμβήκα μέσα εις εκείνο το παλιουρωτόν και αγκαθωτόν κλουβί από μίαν τρύπαν, που άφησα επιταυτού, την οποίαν έπειτα έφραξα με ένα δεμάτι παρόμοιον αγκαθωτόν· αυτό το κλουβί το εκατασκεύασα τόσον επιτήδειον και πυκνόν με τα αγκάθια από κάθε μέρος, που εγώ εις την μέσην με επιτήδειον τρόπον αναπαυόμουν, ώστε ήμουν ωσάν ένας σκαντζόχοιρος πάντοθεν περικυκλωμένος με τα κεντριά και ήτον σχεδόν αδύνατον να το τρυπήση ένα κοντάρι.

Όλοι εγέλασαν με το ανέκδοτον, διέφυγε δε μία έκρηξις γέλωτος και εκ του στόματος του Μανώλη· και επειδή όλων τα βλέμματα είχον στραφή προς αυτόν, η αμηχανία του εκορυφώθη και συνεστρέφετο επί της καθέκλας, ως θέλων να τρυπήση την γην, διά να κρυβή μετά της εντροπής του. Τούτο όμως δεν ημπόδιζε ν' αναγνωρίζη ενδομύχως ότι είχε πολύ δίκαιον ο νέος εκείνος.