United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έν βράδυ, ενώ ο ήλιος εβασίλευεν εις όλην του την ωραιότητα, έν κοπάδι μεγάλων πτηνών κατέβηκεν από τον ουρανόν· ήσαν κάτασπρα με μεγάλους λαιμούς, τους οποίους εκινούσαν με πολλήν χάριν. Ήσαν κύκνοι. Εφώναζαν μίαν περίεργην φωνήν, ήπλωναν τα λαμπρά κάτασπρα πτερά των, και ητοιμάζοντο να φύγουν από τα ψυχρά κλίματα εις άλλους ωραίους τόπους, όπου τους επερίμενεν ο ήλιος πάλιν.

Απεναντίας· όλα αυτά που λέγεις μου φαίνονται σωστότατα. — Εάν, εννοείται, εν πάση περιπτώσει είναι η σοφία πράγμα που να ημπορή να διδαχθή και δεν κατεβαίνει έτσι μόνη της εις τα κεφάλια των ανθρώπων από τον ουρανόν· διότι υπολείπεται να εξετάσωμεν και αυτό το ζήτημα, εις το οποίον δεν έχομεν ακόμη συμφωνήση εγώ και συ. — Αλλά εγώ, Σωκράτη, παραδέχομαι ότι ημπορεί να διδαχθή.

Δεν αφέθηκα που να κράξω εις βοήθειαν πάλιν τον ουρανόν· και ωσάν ήμουν βέβαιος εις την βοήθειαν του εμβήκα με τόλμην εις τα έσωθεν του βουνού· ύστερον από μιας ώρας περιπάτημα είδα ένα γέροντα πολλά γηραλέον, ο οποίος εφαίνονταν πως δεν του έμεινε μία στιγμή ζωής· εκάθονταν αυτός επάνω εις μίαν πέτραν σιμά εις ένα μικρόν σπητάκι, και έτρεμεν όλος από το πολύ γηρατείο.

— Ω! Θεέ! ανέκραξε μετά τους στίχους τούτους η Λίγεια, στηριζομένη επί των ποδών της και τείνουσα σπασμωδικώς τους βραχίονας προς τον ουρανόν· δεν θα ηττηθή ποτέ ο κατακτητής ούτος; δεν είμεθα μέρος και μόριόν Σου; Τις λοιπόν γνωρίζει τα μυστήρια της βουλήσεως, ως την ισχύν αυτής; ο άνθρωπος ως εκ της αδυναμίας της βουλήσεώς του υπείκει εις τους αγγέλους και παραδίδεται καθ' ολοκληρίαν εις τον θάνατον.

Εις αυτήν την ομιλίαν του μεγάλου Δερβύση, αναστέναξε μεγάλως, και σηκώνοντάς τα μάτια εις τον ουρανόν· ω Θεέ, εφώναζεν, είνε δυνατόν αυτό το Βασιλόπουλο να έκαμε το ίδιον όνειρον που κ' εγώ έκαμα; μεγάλε Δερβύση, ακολούθησεν αυτή, ο Καισάγιας δεν σου είπε το όλον· ενυπνιάσθηκα και εγώ μίαν φοράν πως ήμουν εις ένα εύμορφον λειβάδι, εις το οποίον είδα το πλέον ωραιότατον Βασιλόπουλον του κόσμου πως ήλθε να μου μιλήση περί αγάπης και εγώ του εγύρισα τες πλάτες χωρίς να του δώσω ακρόασιν· μα εις τον ίδιον καιρόν αγροίκησα την καρδιά μου να λάβη κάποιαν κλίσιν προς αυτόν· Όθεν εβιάσθηκα να φύγω από σιμά του, φοβουμένη μήπως η ευμορφιά του και οι κολακείες του ήθελαν θριαμβεύση εις το μίσος, που διά τους ανθρώπους είχα.

Και θεωρώντας προς την θάλασσαν δεν είδα παρά νερό και ουρανόν· έπειτα γυρίζοντας τα μάτια προς την στερεάν γην του νησιού, είδα πολλύ μακράν ένα πράγμα λευκότατον και στρογγυλόν, αλλά διά το μάκρος του διαστήματος δεν εδυνήθην να διακρίνω τι ήτον, όθεν κατεβαίνοντας από το δένδρον, έτρεξα προς εκείνο το μέρος και πλησιάζοντας εκεί είδα μίαν σφαίραν άσπρην και μεγαλωτάτην εις σχήμα αυγού και ο μεν γύρος της ήτον έως δώδεκα οργυιές, το δε μάκρος έως δεκαπέντε.