United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στα χωριά και στις χώρες εκεί πέρα τέτιοι μπουζουκιτζήδες είνε ένας δυο το πολύ σε κάθε μέρος. Όταν βγαίνουν αυτοί τη νύχτα μπαντονάδες, τα σοκάκια γεμίζουν από το πάθος του τραγουδιού τους κι απ' την αρμονία του μπουζουκιού τους. Τα κορίτσια οι γυναίκες γλυκαίνονται, λιγουρεύουν ξετρελλαίνονται με της μουσική τους, κρυφανοίγουν τα παράθυρα.

Αλλ' από της θυρίδος εκείνης, πλην του δροσερού αέρος, εισέβαλεν απρόσκλητος ξένος και η φαιδρά αντήχησις του μπουζουκιού του κυρ Δημήτρη. — Νά τα! είπεν ο χρηματιστής, εξακολουθών την ανάγνωσιν του· άρχισαν πάλιν οι αντικρυνοί μας τα συνειθισμένα. Ξεύρεις, Ερμιόνη, ότι κατήντησεν ανυπόφορος αυτός ο κυρ Δημήτρης με το κοπάδι του; — Διατί οι καϋμένοι; ηρώτησε μετ' αγαθότητος η κυρία.

Τότε ο μπουζουκιτζής τράβηξε μπροστά το δρόμο του αγάλι' αγάλια, αλλάζοντας κομμάτι, παίζοντας ένα μαρς, ένα ύμνο για τη νίκη του και για την όμορφη μαζί, που από τη γλύκα του μπουζουκιού του άνοιξε το παράθυρο. Σηκώθηκαν κ' οι άλλοι, και όλοι μαζί με το μαρς πάντα τράβηξαν έφυγαν. Πήγαιναν τόρα να βγάλουν κι άλλες όμορφες στα παράθυρα...

Και κάτι τι σα σκόρπισμα αγάπης μεγάλης, αγάπης τρελλής, σα μυρουδιά από φλογισμένη σάρκα γυναίκας, απλόνουνταν άφθονα στον αέρα της νύχτας, και τεντόνονταν τα ρουθούνια όλων και κολλούσε ο λάρυγγάς τους και ξεροκατάπιναν. Εκεί από ψηλά ένα παράθυρο έτριξε σιγά, σιγά. Ο σκοπός του μπουζουκιού πάντα ο ίδιος, πιο γοργός, πιο μεθυστικός τόρα, χύνουνταν από τα τέλια του.