United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εάν κανείς χωρίς να γνωρίζη να παίζη αυλόν απέκτα τους αυλούς του Τιμοθέου ή του Ισμηνίου, τους οποίους ο Ισμήνιος ηγόρασεν εις την Κόρινθον επτά τάλαντα, έπεται ότι διά τούτο και θα ηδύνατο να παίζη αυλόν; Ή το απόκτημα θα του ήτο ανωφελές, αφού δεν θα ηδύνατο να το μεταχειρισθή κατά τους κανόνας της τέχνης; Σωστά ένευσες αρνητικώς• διότι και τους αυλούς του Μαρσίου ή του Ολύμπου αν αποκτήση, δεν δύναται να αυλήση εκείνος ο οποίος δεν έμαθε.

Ο πατήρ του ηγόρασεν άλλην, αφού τον υποχρέωσε να υποσχεθή ότι δεν θα την πιάση εις την χείρα έως τα μεσάνυκτα, όταν θα υπάγουν εις την Ανάστασιν. Ο μικρός απεκοιμήθη κλαίων και χαίρων.

Ακολουθούν δε μύθοι μακροί και διηγήσεις• ότι και αυτός ο Σύρος εκυνήγησεν εις την Μαυρουσίαν, ότι είδε πολλούς ελέφαντας ομού βόσκοντας και ότι παρ' ολίγον να καταφαγωθή υπό λέοντος και πόσα ψάρια ηγόρασεν εις την Καισάρειαν.

Προ ολίγου δε καιρού άλλος ηγόρασεν αντί ενός ταλάντου την βακτηρίαν του Κυνικού Πρωτέως την οποίαν ούτος αφήκεν όταν ανέβη εις την πυράν• έχει δε το κειμήλιον τούτο και το επιδεικνύει όπως οι Τεγεάται το δέρμα του Καλυδωνίου κάπρου, οι Θηβαίοι τα οστά του Γηρυόνου και οι Μεμφίται τους πλοκάμους της Ίσιδος• αυτός δε ο κάτοχος του θαυμασίου εκείνου αντικειμένου υπερέβη και σέ κατά την αμάθειαν και την χυδαιότητα.

Έχων εκτεταμένον κτήμα εις την θέσιν εκείνην, έπεισε μερικούς πτωχούς γείτονας να του πωλήσουν τους αγρούς των, ηγόρασεν ούτως οκτώ ή δέκα συνεχόμενα χωράφια, τα περιετείχισεν όλα ομού, και απετέλεσεν έν μέγα διά τον τόπον μας κτήμα, με πολλών εκατοντάδων στρεμμάτων έκτασιν.

Αλλά προς τι να σου αναφέρω τον Ορφέα ή τον Νέανθον, αφού και εις την εποχήν μας υπήρξε και υπάρχει ίσως ακόμη κάποιος, ο οποίος ηγόρασεν αντί τριών χιλιάδων δραχμών τον πηλόπλαστον λύχνον του Στωικού Επικτήτου; Ήλπιζε, φαίνεται, και αυτός ότι, εάν κατά τας νύκτας αναγινώσκη εις το φως του λύχνου εκείνου, εντός ολίγου θα του έλθη ως όνειρον η σοφία του Επικτήτου και ότι θα γίνη όμοιος με τον θαυμαστόν εκείνον γέροντα.

Να μην τους περάση!» &Διασκέδασον την βουλήν του Αρχιτόφιλ,& Κύριε ο Θεός μου! Ανοικτά από την Κασσάνδραν εύρε δύο μεγάλα πλοία, βαρυφορτωμένα από αρνία πρώιμα κ' ερίφια. Ηγόρασεν εξ αυτών είκοσι κεφάλια. Όπως ηυχήθη, ούτω σχεδόν έγεινε. Την πρώτην νύκτα έστειλεν ο Θεός ελαφρόν βορράν. Την δευτέραν εσπέραν έπνευσε σφοδρός νότιος.

Μίαν φοράν, ενώ ευρίσκετο εις το χωρίον του, συνέβη έν εβραιοκάικον, ξωριασμένον ίσως από την Σαλονίκην, να φθάση έρημον εις τας ακτάς της νήσου. Ήτο μικρόν σκάφος, παλαιόν, σαθρόν, άχαρι. Όταν η επί των Ναυαγίων επιτροπή το έβγαλεν εις την δημοπρασίαν, όλ' οι άλλοι το επεριφρόνησαν και μόνος ο Στέφος προσέφερεν ευτελή τιμήν. Το ηγόρασεν αντί εβδομήκοντα περίπου δραχμών, ως καύσιμον ξυλείαν.

Κατά τους μήνας του χειμώνος εκείνου συνέβη να πέση τόσον άφθονον ψαρικόν εις τους αιγιαλούς της νήσου, ώστε ο καπετάν Στέφος εις το μερίδιόν του επήρεν, εις 67 ημέρας, 1300 δραχμάς. Εις το πλάγι ενός βουνού, εις το μέρος το πλέον άγονον και άνυδρον, ο Στέφος έδωκε τρεις λίρας εις πτωχόν χωρικόν και ηγόρασεν εκτεταμένον αγρόν.