United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένα εδώ ελάγκευε και άρπαζε με αφρισμένα δόντια την κουπαστή· άλλο εκεί με το παίξιμο της ουράς του έκανε τρίμματα τη σκάλα· άλλο με προβοσκίδα φοβερή εσούβλιζε πέραπέρα τα παραπέτα και άλλο έπιανε από την πρύμη κ' ετάραζε σύγξυλο το πλεούμενο, σαν κουρέλι.

Αίφνης ισχυρά βοή ετάραζε την ηρεμίαν του σπηλαίου· φωναί, γέλωτες, τραγούδια αντήχησαν και μετ' ολίγον εισώρμησαν από μιας σχισμής οι μήνες όλοι εν ευθυμία. — Μάρτη! ορέ Μάρτη, κρασί! εφώναξεν ο Θεριστής, κρατών το κυρτόν του δρέπανον εις τον ώμον και εις την κεφαλήν φέρων το ψιαθωτόν κάλυμμά του.

Εσειόταν κ' ετάραζε σαν ψάρι· τα κλαδιά του, χταποδιού αποκλαμοί ελάγκευαν εδώθεκείθε, εκουλουριάζονταν, ετίναζαν βέλη καταπάνω μου τ' ακροδάχτυλά τους να με συλλάβουν. Μα πού να με συλλάβουν! Και αν δεν ήξευρα καθόλου τα δολερά παιγνίδια του, ποτέ αν δεν είχα ακούσει τα καμώματα του, εκείνα τα σκέλεθρα που έβλεπα σφινομένα ψηλά ήσαν αρκετά να μου διδάξουν τον κίνδυνο.

Πέρα βαθειά ο Ιορδάνης εστέναζε μέσα στη χαλικοστρωμένη κοίτη κ' ετάραζε προσμένοντας με ανυπομονησία και τρόμο το ένθεο κορμί που θ' άγιαζε τα νερά του. Δεξιά στη χούνη που την εσκέπαζε σκοτεινιά και φρίκη, σαν κατάρατο πνεύμα εβρυχόταν η Νεκρή Θάλασσα, λέγεις και είχεν ακόμη στοιχειά μέσα τις κακές βουλές και τ' ανόσια καμώματα εκείνων που εκατοικούσαν άλλοτε τα Σόδομα και τα Γόμορα.

Τρεις από τότε η μάγισσα βραδειαίς αράδ' αράδα, — Κ' ήταν φεγγαρογιόμισμα, — κοντά 'ςτό μεσονύχτι Έβγαινε πέρ' απ' το χωριό, κατά το Ξωθιονέρι, Εκεί που ρίχνουν σαν περνούν ανάθεμα οι διαβάταις, Κ' εμάζευε όλαις ταις ξωθιαίς, ταις στρίγλαις και ταις λάμιαις Με σφύριγμα, που ετάραζε της ερημιάς τον ύπνο.

Τωόντι, όταν ήτο ακόμη εις την Αιθιοπίαν, τα μαντεία τα οποία ερωτώσιν οι Αιθίοπες τω είπον ότι έμελλε να βασιλεύση πεντήκοντα έτη εις την Αίγυπτον· επειδή δε τα έτη ταύτα συνεπληρώθησαν και τον ετάραζε το όνειρον, ο Σαβακώς ανεχώρησεν εκουσίως.