United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νομίζω δε ότι δύναμαι να πράξω ταύτα μετά σου συνεννοούμενος. Εάν λοιπόν σου αρέση τι εκ τούτων, πέμπε προς την θάλασσαν άνδρα πιστόν, διά του οποίου να ανταποκρινώμεθα του λοιπού». Ταύτα έγραφεν η επιστολή.

Σωκράτης Τι δε να είπωμεν διά τα άλλα; δεν φαίνονται ότι αι ιδέαι του λόγου έχουν τοποθετηθή συγκεχυμένως; ή φαίνεται ότι, εκείνο το οποίον ελέχθη δεύτερον, έπρεπε ένεκα ανάγκης τινός να κατέχη την δευτέραν θέσιν αυτό παρά άλλο τι των λεχθέντων; Διότι εφάνη εις εμέ, ο οποίος εξ άλλου ομολογώ την άγνοιάν μου, ότι ο συγγραφεύς με γενναιότητα έγραφεν ό,τι του ήρχετο εις τον νουν· συ δε μήπως ευρήκες λογογραφικήν τινα ανάγκην ένεκα της οποίας εκείνος έτσι κατά σειράν το έν πλησίον του άλλου έβαλεν αυτά;

Αι επιστολαί του εκφράζουν όλην την οδύνην ανθρώπου εμμανώς αγαπώντος· είνε επιστολαί ημιπαράφρονος, η τελευταία του δε είνε αληθινή λάβα ηφαιστείου. — «Αν δεν έλθηςέγραφεναυτήν την φοράν, δεν θα ημπορέσω ν' ανθέξω περισσότερον . . .» Η ημέρα εκείνη είνε ημέρα τρικυμίας ψυχικής απεριγράπτου διά την Αρσινόην· αι ώραι, αι στιγμαί, είνε ώραι και στιγμαί αλλοφροσύνης.

Ο Μώρος έγραφεν από των ειρκτών της πόλεως εκείνης. Κατά σχήμα πρωθύστερον, εξετραγώδει εν πρώτοις τα βάσανά του και τα πάθη του εις τα μπουδρούμια του Βενετικού φρουρίου.

Φυλάσσονται δε παρά τη χήρα τούτου κυρία Ελένη Ροΐδου, το γένος Καλλίνσκη. Έγραφεν, ως λέγει, αποκλειστικώς δια τα τέκνα του, τους κ.κ. Νικόλαον Ροΐδην και Ανδρέαν Ροΐδην Καλλίνσκην Λίαν κατάλληλα προς δημοσίευσίν του θα ήσαν τα Χιακά Χρονικά, ων εξεδόθη εφέτος ο πρώτος τόμος και τα οποία ο καθηγητής Άμαντος προτίθεται να εκδίδη ενιαυσίως.

Έγραφεν εις τα «Πάρεργα» σ. 218. «Η διάνοια του Έλληνος είνε αγρός τον οποίον ούτος αφίνει ως επί το πολύ χέρσον, διότι γνωρίζει ότι η δαπάνη της καλλιεργείας δεν ήθελε καλυφθή υπό του προϊόντος.

Ευτυχώς ο Μανόλης, κατά την τελευταίαν περίοδον του βίου του, εάν έλεγεν ολίγα, έγραφεν ικανά. Σχεδόν δε πάντα τα υπ' αυτού γραφόμενα, ουχί μόνον τα διηγήματα και τα σκαλαθύρματα, αλλά και αυταί αι κριτικαί, πλαισιούνται υπό των αναμνήσεων του παρελθόντος, ιδίω δε του νεανικού του βίου.

Ποίαν δε χρήσιν έκαμε της μάστιγός του μαρτυρούσιν οι εκδαρέντες ώμοι εκείνων, καθ' ων αύτη απηνώς κατεφέρετο. Η τύχη τούτων ολίγον ήτο αξιόζηλος· «τους περιέμενεν, όπως έγραφεν ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης , οδυνηρόν μαρτύριον, καθώς εκείνο το οποίον εφεύρεν ο φίλος μου Αλή πασσάς διά τον Κατσαντώνην».

Αναμίξ δε και ατάκτως έγραφεν Αγγλιστί ό,τι εσκέπτετο περί εαυτού ή ό,τι ανεπόλει εκ των επεισοδίων του βίου του. Ταύτα άνευ σειράς ή χρονολογίας, αλλ' εκ των δοσοληπτικών σημειώσεων, αίτινες προηγούνται ή έπονται εκάστου αποσπάσματος, δύναταί τις κατά προσέγγισιν να ορίση εκάστου την ημερομηνίαν. Το όλον του βιβλίου εγράφη μεταξύ των ετών 1845 και 1847.

Εάν έχη φίλον, θα το διακοινώση εις τον φίλον του· εάν έχη πίστιν, θα το εκμυστηρευθή εις τον πνευματικόν του, άλλως η υπερχειλής του καρδία θα εκχυθή εις ασυναρτήτους μονολόγους, — ή, εάν γνωρίζη να γράφη, θα χαράξη επί του χάρτου τον θλιβερόν μονόλογον του. Ιδού διατί έγραφεν ο Μάρθας.