United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε βρέξη το μεσημέρι κι ο ουρανός ξάστερος και ροδοβαμμένος, χαμογελούσε ως πέρα στα βουνά και στις ράχες που φαίνουνταν σα να ζύγοναν από στιγμή σε στιγμή κοντήτερα στα μάτια μου. Βασίλευε απαλά ο ήλιος, και τα βουνά της Αταλάντης και της Χαλκίδας πέρα πότε φλογίζουνταν κατακόκκινα, πότε κολυμπούσαν σε χρυσογάλανη καταχνιά, και πότε ξάνοιγαν σαν πελώρια μενεξεδένια ανοιξάτικα μπουκέτα.

Αστράπτουσι τα κύματα Ως οι ουρανοί, και ανέμελος, Ξάστερος φέγγει ο ήλιος Και τα πολλά νησία Δείχνει του Αιγαίου. Πρόσεχε τώρα· ως άνεμος Σφοδρός μέσα εις τα δάση, Ο αλαλαγμός σηκόνεται· Άκουε των πλεόντων Τα εία μ ά λ α. Σχισμένη υπό μυρίας Πρώρας αφρίζει η θάλασσα, Τα πτερωμένα αδράχτια Ελεύθερα εξαπλόνονται Εις τον αέρα·

Δεν ξεύρω τι μου έφταιγε· θέλεις η γαληνεμένη θάλασσα, θέλεις ο ξάστερος ουρανός, θέλεις το διαπεραστικό ηλιοπήρι· δεν ειμπορώ να ειπώ. Μα είχα τόσο βαρειά την ψυχή, εύρισκα τόσο σαχλοπλημμυρισμένη τη ζωή, που αν με άρπαζε κανείς να με ρίξη στο νερό δεν θα έλεγα «όχι!» Ο ήλιος ήταν ώρα βασιλεμένος.

Τα βουνορράχια ως τόσο τις άπλωναν καθάριες τις φειδωτές τους γραμμές, κι απάνωθέ τους λαμποκοπούσε ο ξάστερος ουρανός με τα μύρια καντήλια του. Μέσα στο χωριό μήτε πετεινός δε λαλούσε ακόμα. — Πού είνε τώρα όλες εκείνες οι βρωμόγλωσσες, και σε τι λογής όνειρα μέσα να ψαλιδίζουν! έλεγε μονάχος του. Ξαναπλαγιάζει και κάμνει πάλε να κοιμηθή.