United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά ας πηγαίνηκι ας τα κάμνη ο αγαπητικός της κοπέλλας. Έτσι και με τη Φύση. Ας πάη κι ας την αποθαμάζη, ας τη ζωγραφίζη, κι ας τρελλαίνεται ο ζωγράφος κι ο ποιητής με τα μάγια της. Το χωριατόπουλο σώνει να ταφίνης να χαίρεται το κρασί του, το τραγούδι, την κουβέντα και το τουφέκι του, κι όλα του χωριού τα κάλλη σου τα χαρίζει.

Εσύ μονάχα σώνεις να στολίσης κοπέλλας πρόσωπο! Αγαπά, λέει, πολύ και τη θειά Γιαννούλα, την παρακόρη. Οι άλλες παίζουν και τραγουδούν, κι αυτή τρέχει στο μαγερειό και βοηθά της Γιαννούλας. Κ' η γριά την αφίνει, για να τ' ακούγη ύστερα ο αφέντης και να το χαίρεται, που η χαδεμένη του τόκαμε πάλι το κυδωνάτο. Την έστησαν τώρα την κατσαρόλα. Τώρα το φαεί βράζει.

Κανένα τραγούδι δεν εφτέρωνε τανάλαφρα πόδια, μα τα ωραία κινήματα μοιάζανε σαν μουσική και τανεμίσματα των πέπλων μέσα στο φως μοιάζανε με τραγούδι. Ζευγάρια ζευγάρια ήσανε ξαπλωμένα κάτω απ' τις ασημένιες λεύκες. Ένας νέος ακουμπούσε το ωραίο κεφάλι πάνω στα λευκά στήθια μιας κοπέλλας και είχε τα μάτια του κλειστά και τα χείλια καρφωμένα.

Τα μάτια της κυττάζανε τα δικά του και τα μάτια τους λέγανε λόγια αγάπης. Ο φιλόσοφος έγυρε τότε το άσπρο του κεφάλι απάνω στα γυμνά στήθη της κοπέλλας. Μα η καρδιά της δε κτυπούσε. Μόνο το στήθος ανεβοκατέβαινε σιγά σαν ελαφρό κυματάκι. Κι' ο φιλόσοφος θαρρούσε πως ονειρεύεται, γιατί ποτέ του δεν είχε γνωρίσει τη ζωή και την αγάπη. Η κοπέλλα τότε έσκυψε αποπάνω του.

Ο ναύτης τρέχει αβάσταχτος μέσα στα χαλάσματα, αντιμετωπίζει το θάνατο για ναύρη χρήματα, βρίσκει, τα παίρνει, μεθά, κι' αφού κοιμήθηκε για να χωνέψει το κρασί, αγοράζει την εύνοια της πρώτης καλόβολης κοπέλλας, που συναντά πάνω στα ερείπια των γκρεμισμένων σπιτιών κι' ανάμεσα στους πεθαμένους και σ' αυτούς που ξεψυχούσαν.