United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι ο Δάφνης, αν και διψούσε, έπινε αργά για να νοιώθη από την άργητα πιο πολλή ευχαρίστηση. Το τραπέζι γλήγορα άδειασεν από ψωμιά και κρέατα· και καθούμενοι ακόμη τον ερωτούσανε για τη Μυρτάλη και το Δάμωνα και τους εκαλοτύχιζαν πως θα έχουν τέτοιονε γεροκόμο· κι ο Δάφνης εχαιρόταν που άκουγε η Χλόη τα παινέματα.

Το ανωτέρω διήγημα εις άκρον ευηρέστησε τας νεανικάς μας καρδίας· έκτοτε δε έκαστος ημών θερμώς επεθύμησε ν' αποκτήση, ει δυνατόν, φίλον αληθή ως τον Σωκράτην, τον Επαμεινώνδαν, ή τον Δάμωνα. Πολλάκις δε ηκούσαμεν παρά του Γεροστάθου και τα εξής περί φιλίας. «Είναι ανάξιος φιλίας όστις αλλάζει τους φίλους του συχνά ως τα υποκάμισά του.

Θα σας αφίσω πολλά χτήματα και πολλούς άξιους δούλους· χρυσάφι· ασήμι· κι όσα άλλα πράματα έχουν οι πλούσιοι. Μόνο δίνω ξέχωρα στο Δάφνη το μέρος τούτο και το Δάμωνα και τη Μυρτάλη και τα γίδια που τάβοσκε ο ίδιος.

Μα ο Δρύαντας επειδή δεν άκουσε αψήφιστα τα τελευταία λόγια του Δάμωνα, ενώ πήγαινε, στοχαζότανε μόνος του: — Ποιος τάχα νάναι ο Δάφνης; Αναθράφηκε από γίδα, σαν να νοιαζόντανε γι' αυτόν οι θεοί· είναι όμορφος και δεν μοιάζει καθόλου με τον πατσουρομύτη το γέρο και με τη μαδημένη τη γυναίκα του. Βρήκε και τρεις χιλιάδες, ενώ φυσικό είναι να μην έχη ένας γιδάρης μήτε τόσα αχλάδια.

Αναγκάζεται λοιπόν να σεβασθή την ύπαρξιν τοιούτου ιερού δεσμού, τον οποίον ο πέλεκυς του δημίου του επρόκειτο να διαρρήξη, και επομένως χαρίζων την ζωήν εις τον Φιντίαν, και τον Φιντίαν εις τον Δάμωνα, καταπαύει την ευγενή των πάλην, και ζητεί ως χάριν να συμπαραλάβωσι του λοιπού και αυτόν εντός του ιερού δεσμού της φιλίας των, ήτις απετέλει τας δύο εναρέτους ψυχάε των ψυχήν μίαν εντός δύο σωμάτων.

Μεγίστη δε υπήρξε του Διονυσίου η έκπληξις, ότε είδε παρουσιαζόμενον εις το δεσμωτήριον τον Δάμωνα, προθύμως αναδεχόμενον την θέσιν του φίλου του. Ο Φιντίας επομένως αποφυλακίζεται, και ελεύθερος αναχωρεί προς αντάμωσιν της οικογενείας του· τα δε δεσμά του ευχαρίστως αναλαμβάνει ο φίλος του Δάμων.

Κι άμα έχυσαν κρασί για τιμή του Διόνυσου, έτρωγαν έχοντας στεφανωμένα τα κεφάλια με κισσό. Κι όταν έφτασε η ώρα, σαν ετραγούδησαν τον Ίακχο κ' εφώναξαν «ευοί», ξεπροβόδιζαν το Δάφνη, αφού του εγέμισαν το ταγάρι κρέατα και ψωμιά. Τούδωκαν και τις φάσες και τις τσίχλες να της πάη του Δάμωνα και της Μυρτάλης, επειδή αυτοί θα έπιαναν άλλες όσο θα βαστούσε ο χειμώνας και δε θάλειπε ο κισσός.