United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Υπάρχει δε εκεί και άλλο ύδωρ κρηναίον, χλιαρόν κατά την αυγήν, ψυχρότερον καθ' ην ώραν πληρούται η αγορά, κατάψυχρον όταν γίνη μεσημβρία, και τότε ποτίζουσι τους κήπους των· καθ' όσον δε κλίνει η ημέρα, ελαττούται η ψυχρότης του, μέχρις ου δύση ο ήλιος, και τότε γίνεται πάλιν χλιαρόν· ακολούθως η θερμότης του αυξάνει βαθμηδόν μέχρι του μεσονυκτίου ότε κοχλάζει· παρερχομένου του μεσονυκτίου, η θερμότης ελαττούται και το ύδωρ γίνεται χλιαρόν κατά την πρωίαν.

Και ωσάν ειπής έτσι περιπάτει χωρίς φόβον, επειδή και το νερόν που αλήφθης, έχει την χάριν να κάμη το νερόν χλιαρόν, και θέλει εμποδίσει που να σε κάψη τόσον το νερόν, ωσάν και το έδαφος. Εμβαίνοντας εις τον ναόν, θέλεις ιδεί τον Καισάγια, και θέλει σταθή όλην την ημέραν εκεί διά να τον λατρεύσης· έπειτα θέλει έλθει ο μέγας ιερεύς να μιλήση μετ' εσένα και θέλει σε κηρύξει διάδοχόν του.

Είχεν αρρωστήσει σ' ένα ταξείδι προ δύο ετών και πλέον, κ' οι ιατροί της Σμύρνης, είτα κ' οι καθηγηταί των Αθηνών, τω είχον επιβάλει δίαιταν. Ίσως είχε ψαμμίασιν, ή μάλλον διαβήτην επιπλεγμένον με άσθμα. Πώς να τρέφεται αυτός με γάλα, και να πίνη πτισάνην, ή ολίγον χλιαρόν νερόν; Αυτός έβλεπε το μπαρπουνοκέφαλο και του ήρχετο να το αρπάξη από την χείρα του ναύτου ή του ομοτραπέζου του.

Θα έλεγέ τις, ότι αι απουσίαι αυταί έδιδον εις τον χλιαρόν και χαλαρόν Ηρακλή δυνάμεις νέας, ευθυμίαν, σφρίγος· ότι ήσαν ωσάν μία κολυμβήθρα αναγεννήσεως, Οποία ταπείνωσις διά την νεαράν γυναίκα, ήτις εδικαιούτο να φρονή, ότι μακράν της ο σύζυγος θα έπασχε, θα ήτο δυστυχής, ως την είχε βεβαιώση άλλοτε. — Πού ήσουν, αγαπητέ, τρεις ώρας τώρα; δεν μ' εσυνείθισες εις αυτάς τας απουσίας.

Την εσπέραν της μεγάλης εορτής, άμα τη τριημερεύσει της λεχούς και του παιδίου, έβαλαν την σκαφίδα κάτω εις το πάτωμα και την εγέμισαν με χλιαρόν νερόν βρασμένον με δάφνας και με μύρτους. Επρόκειτο να τελέσουν τα «κολυμπίδια» του παιδίου. Η καλή μαμμή η Μπαλαλού εξήπλωσε το βρέφος μαλακά επί των ηπλωμένων κνημών της και ήρχισε να λύη τα σπάργανα. Είχε νυχτώσει.

Ολογάλαζη εμπρός η θάλασσα άστραφτε και επαιγνίδιζε κ' έφτανε γλώσσεςγλωσσίτσες στα πόδια του· το ερράντιζε με τον χλιαρόν αφρό της, το εμύρωνε με τον αρμυρόν ανασασμό της και του εκελαδούσε μυστικά κ' εμπιστευμένα. — «Έλα, έλα, του έλεγε, να σε πλαγιάσω στους κόρφους μου, να σ' αναστήσω μ' ένα μου φίλημα· ψυχή να σου δώσω και νεύρα και περπατησιά.