United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φοβερά η μικρά πλατεία εκείνη διά τας νεάνιδας. Εκοντοστάθη το Ξενιώ. Ηκροάσθη. Ήτο ησυχία εις τα έξω τραπέζια. Ωπλίσθη. Εκαταίβασε την μανδήλα της ακόμα παρακάτω. Ετάχυνε το βήμα της. Και σκυφτή-σκυφτή, φέρουσα την λάγηνον επ' ώμων και βαστάζουσα το εκ λευκοσιδήρου άντλημα, κροτούν προδοτικώς, επροχώρει βιαστικά, να διέλθη τας παγίδας του Περιστεράκη. — Στην οργή κι' αυτός!

Και η Ξενιώ, αφ' ης στιγμής με την λάγηνον, ως θεότυφλη, έπεσεν επάνω εις την αγκαλιάν του καπετάν-Μοναχάκη, τον είχεν αγαπήσει. Αυτός ήτανε, είπεν.

Γυφτοπούλα, τι κάμνεις; — Καλά, εψέλλισεν η Αϊμά ενοχληθείσα, και επέσπευσεν όπως ανασύρη το ταχύτερον δύο ή τρία ιβάνια ύδατος και απογεμίση την λάγηνον. — Και πώς δεν σε βλέπομεν, γυφτοπούλα; — Μη την πειράζης, είπεν άλλη, δεν έχει την όρεξίν σου, — Και δεν μας λες, γυφτοπούλα, πώς περνάς τον καιρόν σου; — Και πού κρύβεσαι και δεν σε βλέπομεν συχνά;

Σκυφτή, με την μανδήλα ως τα μάτια της, φέρουσα την λάγηνον επ' ώμων, έβαινε ταχεία προς το σπιτάκι της, επάνω εις τον Βράχον. Ήτο μία μικρή πλατεία εν μέσω, παγιδεύτρια των αντλουσών γυναικών. Ο δε πονηρός Περιστεράκης ήνοιξεν εκεί ταβέρναν, ίσα-ίσα εις το πέρασμα, ως έλεγε και εσυνάζοντο εκεί οι νέοι παγιδευταί, προσκαρτερούντες τας νεάνιδας ως οι κυνηγοί τας τρυγόνας εις της χωσιαίς.

Η Αϊμά είχε τελειώσει το άντλημα και ητοιμάζετο να άρη την λάγηνον επ' ώμων. Αγνοείται αν το ερύθημα, όπερ έβαπτε τας παρειάς της, προήλθεν εκ του κόπου και εκ της σωματικής κινήσεως, ην έκαμε κύψασα προς την γην όπως αναλάβη την βαρείαν στάμνον. Την στιγμήν εκείνην εξέλεξεν η τολμηροτέρα των τεσσάρων γυναικών, όπως τη δώση το τελευταίον κτύπημα.