United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την νύκτα ότε άυπνος βλέπω τα αναρίθμητα άστρα ακτινοβολούντα εις την απέραντον γαλήνην του ουρανού, και ακούω υπό τον εξώστην μου τον ήσυχον φλοίσβον της θαλάσσης, διαπερούν ενίοτε την φαντασίαν μου, ως εικόνες αλλεπάλληλοι, αι ολίγαι ευχάριστοι αναμνήσεις της ζωής μου.

Τον ανοίγει, . . . και βλέπει ακτινοβολούντα προ των ομμάτων του τον μαγικόν εκείνον αριθμόν, ούτινος αρχίζουν πάλιν τα ψηφία να μεγεθύνωνται εις γίγαντας και να χορεύουν πυρρίχην εντός του μικρού δωματίου. Αλλ' ο Περδίκης δεν λησμονεί, ότι δεν έχει καιρόν διαθέσιμον εις ακαίρους φαντασμηγορίας, και η ισχυρά του θέλησις επαναφέρει ταχέως την ηρεμίαν εις το πνεύμα του.

Ήτο και ηλικιωμένη τις γυνή εν τη πρώρα, γυρμένη εκεί εις την χαμηλήν κωπαστήν υπό της νυκτός την αποναρκούσαν δρόσον, τρεις δε νεάνιδες με λυτά τα ξανθά μαλλιά των, πραέως ακτινοβολούντα, με βοστρύχους ως χρυσάς δέσμας, εκωπηλάτουν ως άνδρες κανονικώς και ισχυρώς, σπεύδουσαι να φθάσωσιν εις την παραλίαν.

Ούτος δεν ηδυνήθη να κρατηθή και το ήνοιξεν. Εφάνησαν δε τα φλωρία ακτινοβολούντα εις το σκότος. — Και της αλήθειας, &μέσα& είνε, είπε μειδιάσας. — Τώρα; είπεν ο ξένος. — Ορισμός σας, είπεν ο Πρωτόγυφτος. Και προσήλθεν ευθύς προς την κλίνην της Αϊμάς. Έσεισεν αποτόμως τον ώμον της κόρης και την αφύπνισεν, αν εκοιμάτο ήδη. Ο Μάχτος ενόμισεν ότι βλέπει όνειρον, έσπευσε κατόπιν του πατρός του.

Τότε εκτύπησε τον ώμον του ένα βαρύ χέρι και κάποια βαθειά φωνή του ωμίλησεν εις την Γαλλικήν γλώσσαν. — Είσθε από το καντόνιον Βαλαί; Ο Ρούντυ εστράφη και είδε ένα ερυθρωπόν φαιδρόν πρόσωπον, ένα παχύν άνδρα: Ήτο ο πλούσιος του Βεξ μυλωθρός· με το μεγάλων διαστάσεων σώμα του έκρυπτε την λεπτήν, κομψήν Μπαμπέτταν, η οποία εν τούτοις επρόβαλε μετ' ολίγον με τα ακτινοβολούντα σκοτεινά μάτια της.

Κύκλος καμαρωτός με ωραία λάμποντα μάτια και χρυσώς ακτινοβολούντα στήθη, βαίνων αργώς βήμα προς βήμα, ώστε να υποφαίνηται ηδέως η χρυσόρραπτος κοντούρα, με χαριεστάτην ελαφράν κίνησιν του κορμού δεξιά και αριστερά, συμφώνως προς τους ιάμβους του άσματος, ως κινείται λέμβος ηδυπαθώς εν γαλήνη, ώστε ο χορεύων να μη αισθάνηται κόπον ταράσσοντα.

Μόλις έχει την δύναμιν το στήθος ημών να εκπνεύση την υστάτην αυτού πνοήν· αλλά το ύστατον όμως και θνήσκον ημών βλέμμα ατενίζει πάντοτε προς τον απατηλόν εκείνον αντικατοπτρισμόν, τον ακτινοβολούντα εις τα βάθη του ορίζοντος. Ω! αν είχομεν έτι δυνάμεις! διότι την πλάνην την έχομεν πάντοτε, όσον και αν επλανήθημεν.