United States or Puerto Rico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' απ' όλα αυτά τα ονείρατα κι' από τους πόθους όλους Εφύτρωσε έναν Αύγουστο, σαν παραδείσου κρίνος, Που εγιόμωσε όλαις ταις καρδιαίς απ' τη μοσχοβολιά του. Την είδε ο ήλιος την αυγή που πρόβαλλε, 'ςτήν πλάση Κ' έσκυψε και την φίλησε κι' απ' το φιλί του εκείνο Έβαψαν τα μαλλάκια της χρυσά, γιομάτα λάμψι.

— Τ' έχουν τα χείλια σου, Ζαχιά, κ' είνε βαθιά βαμμένα; Μην έφαες χαμοκέρασα, μην έφαες βάτου μούρα, Μην τάβαψες με τη βαφή που βάφεις και τ' αρνιά σου: — Ουδ' από χαμοκέρασα, ουδ' από μούρα εβάψαν, Ουδ' από εκείνην τη βαφή που βάφω και τ' αρνιά μου. Ακούστε με, μωρέ παιδιά, να σας το μολογήσω.

Έγερνε να βασιλέψη ο ήλιος και η θάλασσα κρασοκόκκιννη έδινε ζωηρήν εικόνα μιας ναυμαχίας, που χίλια πλεούμενα ανακάτωσαν τον βυθό της και μύριοι νεκροί έβαψαν με το αίμα τα νερά της.

Επειδή δε η βασίλισσα τού εξέφρασε την ιδέαν να βαφή, ο Ουμβέρτος διέταξε και έβαψαν μαύρα τα δύο κατάλευκα σκυλάκια, τα οποία η Μαργαρίτα, υπεραγαπά και της τα έστειλε με την ερώτησιν: — Σου αρέσουν έτσι καλλίτερα;

Απαρατάω το ραβδί, κρεμάω τον αραγό μου, Την κόρη αρπάζω οχ' τα μαλλιά, και την φιλώτα χείλια. Κ' έβαψαν και τα χείλια μου. Βοσκαρούδικα κοπέλλια, έτσι η στάνες να πληθύνουν, Να προκόψουν, να χιλιάσουν τα καλά σας τα κοπάδια, Πέτε, αυτό το μονοπάτι πού να πάη, γιατ' είμαι ξένος. — Στο Παλιόκαστρο, διαβάτη. — 'Σ τα Χαλάσματα ψηλά. — Τώρα σούρπωσε, νυχτώνει, πού θα περπατάς μονάχος;