Εκείνο το αμάν ατέλειωτο, με παλμό που ξετυλίγουνταν ίσα ίσα τόρα, με τσαλίμια και τσακίσματα ύστερα, βάσταξε πολύ, παρά πολύ, επίμονο, παρακαλεστικό, παραπονεμένο, έν' αμάν τέλος πόσκιζε και νεύρα και καρδιά και την φούσκονε, πελάγονε τη ψυχή από πάθος και πόθο.
Μα είνε να μη γελάς, να μη λιγώνεσαι, να μη ξεψυχάς; Και απροπό, ξέρεις πώς έδωσε τον ορισμό του στομαχιού μια επαρχιώτισσα κυρία, πολύ καθώς πρέπει, χτες, πούρθε να μου κάνη βίζιτα; Άκου· το στομάχι, κυρία μου, είνε το πηδάλιος του σώματος! Σικ, θεέ μου!... Πού καιρός να σου αραδιάζω τέτοια χαριτωμένα πραγματάκια. Ο Δωδέ αυτός θα πελάγονε σ' αυτή τη τυποπλημμύρα.
Λέξη Της Ημέρας