United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάθε χρόνο η άνοιξη την αναστάτωνε: τα όνειρα της ζωής ξανάνθιζαν μέσα της, όπως τα ρόδα ανάμεσα στις πέτρες του παλιού νεκροταφείου, αλλά καταλάβαινε ότι ήταν μια περίοδος κρίσης, μια αδυναμία που θα περνούσε με τις πρώτες ζέστες του καλοκαιριού και άφηνε τη φαντασία της να ταξιδεύει σπρωγμένη από τη νυσταλέα ηρεμία που λίμναζε ολόγυρα, στην κόκκινη από της παπαρούνες αυλή, στο σκιερό από κάποιο περαστικό σύννεφο Βουνό, σε όλο το χωριό που οι μισοί του κάτοικοι ήταν στο πανηγύρι.

ΟΡΑΤΙΟΣ Να εξετάζωμε τα πράγματα κατ' αυτόν τον τρόπον θα ήταν σπρωγμένη ακριβολογία.

Γύρισε πίσω να δη τη Λιόλια: πήγαινε κλαμένη, βαστώντας το ξένο καπέλλο με τα δυο της χέρια, κι αυτή μαζί σπρωγμένη πίσω απ’ το φέρετρο απ’ την ίδια δύναμη και κατάρα. . και κοντά της έσερνε η Θεια Ελέγκω τα γεροντικά της πόδια. . . Γύριζε ο άνεμος καμμιά φορά κ' έφερνε πίσω την ψαλμωδία εκεινού με το δεμένο μάτι, πούψελνε στον πιο αψηλό τόνο και μ’ όλη τη δύναμη της μύτης του, για να τονέ βουβάνη τον άλλο ψάλτη. . του φάνηκε πως έψελνε ολοένα: «Δόξα σοι ο Θεός!