United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι προς μεν τους Πελοποννησίους και τους συνορεύοντας γείτονας δυνάμεθα ν' αντιτάξωμεν ομοίαν δύναμιν και ταχέως να επικρατήσωμεν παντού· αλλά προς ανθρώπους κατοικούντας μακράν, και όντας εμπειροτάτους περί τα ναυτικά, αφθόνως καθ' όλα παρεσκευασμένους, με ιδιωτικόν και δημόσιον πλούτον, με πλοία, με ίππους, με όπλα, με άνδρας όσους δεν ευρίσκομεν εις ουδεμίαν άλλην ελληνικήν χώραν, προσέτι δε έχοντας πολλούς συμμάχους φόρου υποτελείς, προς τοιούτους ανθρώπους πώς να επιχειρήσωμεν πόλεμον άνευ ωρίμου σκέψεως; και εις τί βασιζόμενοι θέλομεν σπεύσει απαράσκευοι; Εις τα πλοία μας; αλλ' είμεθα υποδεέστεροι· εάν δε θελήσωμεν να γυμνασθώμεν και να τοις αντιτάξωμεν αξιόμαχον ναυτικόν, θα μεσολαβήση χρόνος.

Βασιλοπούλαι ήσαν παντού· άλλο τίποτε! αλλά κάτι τον έδιδε πάντοτε την υποψίαν, ότι δεν ήσαν καθ' εαυτό και αληθιναί βασιλοπούλαι. Επέστρεψε λοιπόν εις του πατρός του άπρακτος και λυπημένος, διότι είχε μεγάλην επιθυμίαν να εύρη μίαν αληθινήν βασιλοπούλαν. Μίαν νύκτα ήτο τρικυμία φοβερά και τρομερά. Αστραπαί, βρονταί, βροχή, χάλαζα, χαλασμός κόσμου!

Από των προπόδων του Ζυγού μέχρι των τειχών και της λιμνοθαλάσσης πέραν ολόκληρος η πεδιάς είχε μεταβληθή εις Κόλασιν. Βοή και θόρυβος παντού· φωναί απειλητικαί και φωναί χαίρουσαι και φωναί παρακαλούσαι· γλώσσαι, οικτρώς μουρμουρίζουσαι υπό το κτύπημα και στεναγμοί και βόγγοι και θρήνοι και «ράι! ράι, καπετάνε! » από χιλίων στομάτων αντηχούν.

Αυτά 'πε δοκιμάζοντας τον άνδρα της, και κείνος της συνετής του γυναικός με θλίψιν αποκρίθη· «Τώρ' είπες λόγον, ω γυνή, 'που την καρδιά μου σχίζει· την κλίνη ποιος μου 'φερε αλλού; δύσκολο και τεχνίτης καλός θα το κατώρθονε· μόνον θεός αν έλθη 185 ακόπως θα την έπαιρνεν, αν θέλη, 'ς άλλο μέρος· αλλά θνητός δεν την κινεί, και αν άνδρας είναι νέος· επειδή μέγα ευρίσκεταιτην εργασμένην κλίνη θαύμα· κ' εγώ το μόρφωσα με τέχνη, κανείς άλλος, μες την αυλήν ήταν φυτό μακρόφυλλης ελαίας, 190 ολόχλωρ', ολοφούντωτο, και στύλου πάχος είχε. ολόγυρά της θάλαμον εσήκωσα κτισμένον με πυκνούς λίθους, κ' έθεσα σκέπην επάν' ωραίαν, πρόσθεσα και θυρόφυλλα καλά συναρμοσμένα. και, αφού την κόμην έκοψα της φουντωτής ελαίας, 195 με τέχνην τον γυμνόν κορμόν σκεπάρνισ' απ' την ρίζα, κ' έπλασ' αυτόν κλινόποδα με στάφνην ισιασμένον, και τρύπαις τόρνευσα παντού· και αυτούθ' εγώ την κλίνην άρχισα και την μόρφωσα μ' εντέλειαν, ως 'που βγήκε όλη ελεφαντοκόλλητη και αργυροχρυσωμένη· 200 και ταύρου μέσα ετάνυσα λουρί πορφυρωμένο. ιδού, σου εφανέρωσα το γνώρισμα και αν μένει η κλίνη μ' άσειστη, ω γυνή, δεν ξεύρω, ή της ελαίας τον πόδ' αν κάποιος έκοψε και αλλού την έχει φέρει».