Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η καπετάνισσα, ωραία μελαγχροινή, μικρόσωμος, φορέσασα, ως νέα ακόμη, διά την περίστασιν πλήρη την νυμφικήν στολήν της, με το λευκόν αναφές και αιθερόπλαστον αλέμι, την χρυσοκέντητον σκούφιαν, εικονίζουσαν γάστραν με άνθη και κλώνας, το βελούδινον βαβουκλί με τα χρυσοΰφαντα προμάνικα ανασηκωμένα, την βυσσινόχρουν ολομέταξον και χρυσοκέντητον τραχηλιάν, την ζώνην με τ' αργυρά και μαλαμοκαπνισμένα τσαπράκια, το φουστάνι το χαρένιο με το ολόχρυσον ποδογύρι, τρεις σπιθαμαίς πλατύ, κρατούσα μέγαν επάργυρον δίσκον διά της αριστεράς, περιήλθεν ολόγυρα το πλοίον και έρρανε διά της δεξιάς, με κοφέτα και με ορύζιον, την πρώραν, την πρύμνην, την τρόπιν και τας πλευράς του σκάφους.

Την εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων του έτους . . . η δεκαοκταέτις κόρη το Ουρανιώ το Διόμικο, μελαγχροινή, νοστιμούλα, εκλείσθη εις την οικίαν της ενωρίς, διότι ήτο μόνη.

Γυρεύει αυτός λίγο νερό. 'Στη βρύσι η κόρη απλώνει, Παίρνει νερό 'ςτά χέρια της και του το πάει 'ςτο στόμα. Ο Ήλιος πίνει και γλυκά, 'ς τα μάτια την τηράει. Η κόρη ήταν μελαγχροινή, ήταν και μαυρομάτα, Είχε και φρύδια ολόμαυρα γραμμένα με κοντύλι, Είχε και ολόμαυρα μαλλιά, και φορεσιά είχε μαύρη. Ο Ήλιος πίνει και γλυκά 'ςτα μάτια την τηράει.

Μόνον διά τοιαύτης επαγωγικής μεθόδου φαίνεται ημίν δυνατή ουχί βεβαίως η ανάπλασις της εικόνος ομηρικής ηρωίδος, περί ης ο ποιητής ουδέν άλλο έκρινεν εύλογον να μνημονεύση, ειμή μόνον ότι εγένετο αφορμή του θανάτου πλείστων ηρώων και δεν ενθυμούμεθα πόσων ημιόνων, λησμονήσας να πληροφορήση καν ημάς, ως περί των λοιπών, αν ξανθοπλόκαμος ήτο ή μελαγχροινή, αλλ' η λύσις σπουδαίας τινός απορίας, περί ης μάτην παίδες όντες ηρωτώμεν τους διδασκάλους, και μάτην έπειτα ανεδιφήσαμεν το αμέτρητον πλήθος των ομηρολόγων.

Αι απορίαι της όμως δεν εβράδυναν να λυθούν προς μεγάλην χαράν της. Ταχέως εγνώσθη ότι το αφεντικό εύρε σύντροφον. Πράγματι η ευτυχία ευρέθη, εις πλησιόχωρον πόλιν, υπό την μορφήν νέας κόρης· θυγάτηρ συναδέλφου, θελκτικωτάτη, ζωηροτάτη δεκαεπταέτις μελαγχροινή, εδέχθη την χείρα του Κλέωνος, προσφερθείσαν με την καρδίαν του όλην.

Ήτον ωραία μελαγχροινή, κ' ενθύμιζε την νύμφην του Άσματος την ηλιοκαυμένην, την οποίαν οι υιοί της μητρός, της είχαν βάλει να φυλάη ταμπέλια «Ιδού ει καλή, η πλησίον μου. Ιδού ει καλή· οφθαλμοί σου περιστεραί . . . » Ο λαιμός της, καθώς έφεγγε και υπέφωσκεν υπό την τραχηλιάν της, ήτον απείρως λευκότερος από τον χρώτα του προσώπου της.