United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ημπορούσε να καταλαμβάνη τι εμυρμύριζεν ο ιερεύς, μασσών τας λέξεις με τους οδόντας του. «Ουδέν εστι πατρός συμπαθέστερον, ουδέν εστι μητρός αθλιώτερον . . . . Πολλάκις γάρ του μνήματος έμπροσθεν τους μαστούς συγκροτούσι και λέγουσιν· Ω υιέ μου και τέκνον γλυκύτατον, ουκ ακούεις μητρός σου τι φθέγγεται; Ιδού και η γαστήρ η βαστάσασά σε. Ίνα τι ου λαλείς ως ελάλεις ημίν.

Οι άνδρες εξήρχοντο χαρωποί, άλλοι ενδυμένοι φουστανέλλας και χιονώδεις φλοκάτας, άλλοι μπενωβράκια και σεγούνια και ολίγοι, τρείς-τέσσαρες νεωτερίζοντες, ευρωπαϊκά, πλατύτατα κατά τον γαλλικόν συρμόν της εποχής. — Στάσου, Δημήτρη, στάσου!. . . εφώναξεν ο Σταύρος, κοντόχονδρος χωρικός, είς τινα προπορευόμενον αυτού, μασσών ακόμη το αντίδωρον. — Έλα· είπεν ούτος, μετριάσας το βήμα.

Άλλο πέσιμο αυτό πάλι, εψιθύρισεν ο γέρων, αφού ο υιός του μασσών τας βλασφημίας και αράς του, τον ανήγειρε μετά πολλού κόπου εις τους πόδας του. — Αυτή τη φορά εχτύπησα μαλακά τουλάχιστον, είπεν ο πραγματευτής, αινιττόμενος το επί του βράχου κτύπημά του, τον εκ του οποίου πόνον τον είχε κάμει να λησμονήση έως τώρα η ενθύμησις των δερματοτυρίων του.

Κοντά το μεσημέρι, ο Αποστόλης, αφού είχε φάγει πολλούς λουκουμάδες και τηγανίτες στα σπίτια και είχε πίει υπέρ τα είκοσι ροσόλια, ρόμια και ρακιά, φέρων αδιακόπως την χείρα εις τον κόλπον του, εξάγων στραγάλια και μασσών εις τον δρόμον, έφθασεν εις την γειτονιάν του Τζαφέρη. Βλέπει την μικράν κάθετον γραμμήν εις την θύραν τούτου και αδιστάκτως εισέρχεται.