United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόλις ησθάνθη το σείσιμον, εγύρισε να στραφή από το άλλο πλευρόν, κ' εμορμύρισε με θρηνώδη φωνήν: — Τι με πικραίνεις, Κατερίνα. Κατερινάκι μου;... Γονάτισα, μοιρολόησα απάνω στον τάφο σου, σα γυναίκα.... σου είπα τόσα λυπητερά τραγούδια. Ενθυμείτο την μακαρίτισσα την γυναίκα του, όπου την είχε θάψει προ επτά ετών και ακόμη δεν είχε παρηγορηθή διά την στέρησίν της.

Εξελθόντα του πρακτορείου, ο Μανώλης ο Πολύχρονος έκαμεν απόπειραν να τον συνοδεύση μέχρι του τόπου της εκλογής, προσπαθών ν' αρχίση μετ' αυτού ομιλίαν επί τετριμμένου θέματος. — Έ! πως τα βλέπεις τα πράμματα, μπαρμπα-Στεφανή; — Πώς θέλεις να τα βλέπω; εμορμύρισε δυσφορών ο παλαιός θαλασσινός. — Απ' το άλλο κόμμα σκύλιασαν . . . . Δεν είδες τι πηλάλα την έχουν;

Έχετε δω σιμά χωράφια; Εγώ δεν σας είδα άλλην φοράν. — Τώρα γρήγορα ταγοράσαμε. — Δεν μοιάζετε για χωραφάδες, είπεν η γυνή, παρατηρούσα το μαυρισμένον πρόσωπον και τας μολυβδόχρους χείρας του Γύφτου. — Σαν τι μοιάζομε; — Φαίνεσθε σαν Ατσίγγανοι. — Ειμπορεί να είμασθε κι' όλας, εμορμύρισε δυσμενώς ο Πρωτόγυφτος. Σε πειράζει τούτο τίποτες; — Όχι. — Τότε γιατί ρωτάς;

Ο Παλούκας εκόλλησεν εις την εσωτερικήν γωνίαν του ισογείου, στηρίξας τα νώτα εις τον τοίχον, ζαρωμένος υπό τινα δοκόν του πατώματος, σύρριζα εις τον τοίχον βαλμένην, αλλά κ' εκεί, μέγας λίθος, κτυπήσας επί του τοίχου ελόξευσε και τον έπληξε μετά μετρίας βίας εις τον ώμον. — Βρε! αποσπόντα, εμορμύρισε γελών ακουσίως ο Παλούκας.