United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ύστερα αφού απέρασε πολύς καιρός στοχαζόμενοι είδαμεν που ήτον αδύνατον να σου αντισταθούμεν, και διά τούτο αποφασίσαμεν να παραιτήσωμεν τον θρόνον και να έλθωμεν να ξεδικηθούμεν εσένα, και την βασίλισσαν των Ναϊμάνων, ωσάν πως μας είχατε κάμει την πλέον μεγαλύτερην αδικίαν του κόσμου. Και ιδού ο τρόπος με τον οποίον ηθελήσαμεν να κάμωμεν την εκδίκησιν.

Ημείς το λοιπόν απεράσαμεν την ημέραν εις χαροποίησιν, και εις περιδιάβασιν· και φθάνοντας η νύκτα εκαθήσαμεν επάνω εις τα χόρτα που είχαν χίλιων λογιών λουλούδια και εκεί αποφασίσαμεν να ξενυκτήσωμεν αποκοιμηθήκαμεν με ένα πολλά γλυκύτατον ύπνον· μα οπόταν εξύπνησα έμεινα εκστατικός εις το να ευρεθώ μονάχος· έκραξα πλέον παρά μίαν φοράν τον Σαέδ, και με το να μη μου αποκρίνετο, εσηκώθηκα διά να τον γυρεύσω, και ύστερον που επερπάτησα ζητώντάς τον αρκετήν ώραν, εξαναγύρισα εις τον ίδιον τόπον που είμασθε κονευμένοι, στοχαζόμενος μήπως και ήθελεν ήτον εκεί.

Αφού και εχάσαμεν από τους οφθαλμούς μας το νησί της Σερενδέβ, και είμεθα διά να έμβωμεν προς τα βόρεια εις τον κόλπον της Μπεγκάλας, ο οποίος είνε ο μεγαλύτερος κόλπος της Ασίας, εκεί που είνε τα βασίλεια της Μπεγκάλας και τη Γολκόνδας, εσηκώθη ένας άνεμος τόσον σφοδρός, που δεν είδαμε ποτέ παρόμοιον εις εκείνες τες θάλασσες· μεγάλως εκοπιάσαμεν διά να κατεβάσωμεν τα πανιά διά να ημπορέσωμεν κουπίζοντας να πλησιάσωμεν εις την παραθαλασσίαν· μα δεν ημπορέσαμεν να υποφέρομεν την σφοδρότητα του αέρος· εβλέπαμεν το καράβι μας εις την ακμήν διά να χαθή, με τρόπον που διά να φύγωμεν τον τσακισμόν του, που μας εφοβέριζεν, αποφασίσαμεν διά να απαρατήσωμεν κάθε κόπον, και να αφεθούμεν εις την διάκρισιν του αέρος και των κυμάτων.

Είχα πολλήν γνωριμίαν εις τα πετράδια, και ημπορούσα να ελπίσω ότι η επιχείρησίς μου να μην υπάγη κακά. Κάνω το λοιπόν συντροφιάν με άλλους δύο τζοβοϊτζήδες, που εγνώριζαν τον πατέρα μου, με τους οποίους αποφασίσαμεν διά να πηγαίνωμεν να πραγματεύσωμεν εις την Όρμαν, χώραν παραθαλάσσιον· ηύραμεν ένα καράβι, και εμβαίνομεν εις αυτό, και αρχίσαμεν διά να ταξειδεύσωμεν.

Τέτοια λόγια μας επάγωσαν από τον φόβον, και αποφασίσαμεν διά να μην του αντισταθούμεν πλέον· επήγαμεν ειρηνικώς και του εφέραμεν πάλιν άλλα φαγητά διά να τον χορτάσωμεν. Εκάθησε και τρίτην φοράν εις το τραπέζι διά να φάγη, και αντίς να χορτάση του αύξανεν η πείνα.