United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο μύθος όμως παραλαβών αυτόν τον παρέστησε κατά τρόπον παράδοξον, ότι τάχα μετεβάλλετο εις ό,τι εμιμείτο. Αλλά τούτο αρμόζει και εις τους σήμερον χορεύοντας, τους οποίους βλέπομεν ν' αλλάσσουν εις την στιγμήν μορφάς ακριβώς όπως ο Πρωτεύς. Πρέπει δε να υποθέσωμεν ότι και η Έμπουσα, ήτις ήλλασε μυρίας μορφάς, ήτο χορεύτρια και ο μύθος την παρεμόρφωσε κατ' αυτόν τον τρόπον.

Είτανε μια από κείνες τις επικίντυνες ανοιξιάτικες βραδιές της Στοκχόλμης, που ο ήλιος πέφτει θερμός στα νιοβλαστημένα δέντρα, που οι δρόμοι είναι πλημμυρισμένοι κόσμο, σα για χαρά κι απόλαψη των ματιών, που τα εξοχικά κέντρα τραβούνε παλιά αντρόγυνα, νιόπαντρους ή αρρεβωνιασμένους, που ο ουρανός είναι γαλανός και στο ρέμα κυλούν χορεύοντας οι όγκοι του σπασμένου πάγου, που ο χειμώνας φαίνεται σα να έφυγε για πάντα κ' η άνοιξη προμηνά ένα καλοκαίρι τόσο ωραίο, όσο δε στάθηκε ποτέ ως τώρα.

Των οσίων τα πνεύματα Ως αργυρέα ομίχλη Τα υψηλά αναβαίνει, Και εις ποταμούς διαλύεται Φωτός και δόξης. Μόνον βλέπω τον Ήλιον Μένοντα εις τον αέρα· Τους τρυγύρω χορεύοντας Ουρανούς κυβερνάει Με δίκαιον νόμον. Φαίνετε εις τον ορίζοντα Ωσάν χαράς ιδέα, Και φωτίζει την γην Και των θνητών τα έργα Των πολυπόνων.

Η συνεχής κίνησις του χορού, αι συστροφαί και αι περιστροφαί αυτού, τα πηδήματα και του σώματος οι υπτιασμοί διά μεν τους θεατάς είνε τερπνά, διά δε τους χορεύοντας υγιεινότατα• διότι εκ των ασκήσεων εκείνην εγώ τουλάχιστον θεωρώ ως την ωραιοτέραν και ευρυθμοτέραν, η οποία μαλάσσει το σώμα και το λυγίζει και το ελαφρώνει και του δίδει την ευκολίαν εις την αλλαγήν στάσεων και συγχρόνως του παρέχει όχι μικράν δύναμιν.

Αφηρημένος προς το αιφνίδιον θέαμα, νομίζω πως διακρίνω ένδον της καιούσης καμίνου τους Τρεις Παίδας άδοντας και χορεύοντας: «Τον Κύριον υμνείτε πάντα τα έργα...» Στιγμάς τινας διαρκεί το φλογερόν θέαμα εν τη απλή κυανότητι ουρανού και θαλάσσης και είτα σβέννυται αυτοστιγμεί. Ο ήλιος έδυσε πλέον. Και φλόγες και κάμινοι εξαφανίζονται και απομένει περί ημάς το πέλαγος σιωπηλόν, σκοτειδιαζόμενον.

Γίνετ' άφαντος μέσα στες βροντές· έπειτα με γλυκεία μουσική ματαμπαίνουν η Μορφές, και χορεύοντας και κάνοντας διάφορα σχήματα παίρνουν το τραπέζι. Άξια επαράστησες τα σχήμα αυτής της Αρπυίας, Αριέλ μου· ήταν χαριτωμένη ενώ εκατάτρωγε.

Και τράβαγε και τράβαγε κι’ όλο μπροστά τραβούσε Σα σύφουνας τρομαχτικός, σαν αγριοβόρρι μαύρο, Με τ’ αγριόγιδα μπροστά με τα λιοντάρια πίσω, Και τα ποτάμια πλάγι του τρεχάτα κι’ αφρισμένα... Σαν κεραυνός σαλάγαγε τ’ αγριόγιδα να τρέχουν, Και τα λιοντάρια ανάγκαζε να σέρνωνται κοντά του, Κι’ αχούσεν η ανάσα του πο τον πολύν το μόχτο, Σαν αγριεμένη θάλασσα, που σπάει στ’ ακρογιάλι, Κι’ όταν εκοντοζύγωσε στης Κορασιάς τον Πύργο, Ένα τραγούδι αρχίνησε να γλυκοτραγουδάη, Με μια ασυνήθιστη φωνή, μ’ έναν σκοπόν ουράνιο, Που τρέξανε χαρούμενα στο πλάγι του τ’ αρκούδια, Πηδώντας και χορεύοντας, και χοροπερπατώντας, Τ’ αηδόνια βουβαθήκανε, πο την πολλή τους ζήλεια, Σωπάσαν όλα γύρω του, οι θόρυβοι σβυστήκαν, Ο κόσμος όλος στάθηκε προσεχτικός ν’ ακούση Τ’ αρμονικό τραγούδι του και τη γλυκειά φωνή του, Πώδινε την απάντηση στης Κόρης το τραγούδι.