United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μέσ' 'ς τα κλαριά του ανάμεσα ασπρούδιζε η μορφή του, Είχε καμπάνα 'ς τ' ώμορφο 'ψηλό καμπαναριό του, Κάθε διαβάτης έκαμνε περνώντας το σταυρό του· Νυχτόημερα το φώτιζαν τότες χρυσά καντήλια, Ασημωμέναις έλαμπαν η 'λίγαις του εικόνες, Και γέροντας καλόγηρος ανάδευετα χείλια Πότε τροπάρια και ψαλμούς, πότε γλυκούς κανόνες, Και πότε τ' αργυρόχρυσο κουνώντας θυμιατό του Μ' ευλάβεια του θυμιάτιζε το θόλο τον κυρτό του.

Άρχισε να τρέχη μέσα στην κάμαρη που τη φώτιζαν αλλόκοτα, τραγικά παλεύοντας, δυο αποφεγγιές: του φεγγαριού το κρύο τασήμι που μοιάζει με το φως των ματιών του Χάρου κ' η κιτρινάδα της λάμπας: ίδια αρρωστημένη φλόγα της ανθρώπινης ζωής.

Και τώρα του φαινόταν πως όλο το αίμα του έτρεχε από τα μάτια, όλο το κακό αίμα, το αίμα της αμαρτίας. Το σώμα του ήταν εξουθενωμένο και η ψυχή του χτυπιόταν μέσα του, σ’ ένα χώρο κενό και μαύρο σαν τη νύχτα. Τα λόγια αγάπης όμως του Τζατσίντο έλαμπαν φωτεινά στο σκοτεινό φόντο και τα ίδια του τα δάκρυά τον φώτιζαν, άστραφταν τριγύρω του σαν αστέρια. Έμεινε μια εβδομάδα στο Νούορο.