United States or Aruba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο πιστός φίλος των, ο Αργύρης, ο συνιδιοκτήτης του ανεμομύλου, τους είχεν επισκεφθή προ μικρού με τα αστεία του, και εις μεν τον Λούκαν είχε προσφέρει τσιγάρον μετά πυρίτιδος, όπερ ανάψας εκείνος έκαυσεν ολίγον διά της εκρήξεως τον πυρρόν μύστακά του, και ατάραχος είπε: «ζαράρ γιοκ!», εις τον Παρρήσην δε είχεν επιδώσει σπασμένην γκάιδαν, προτρέπων αυτόν «να παίξη κανένα χαβά», αλλ' όσον και αν ηγωνίζετο πνευστιών ο Παρρήσης, η γκάιδα ουδένα εξέβαλλε φθόγγον.

Και τους κατευώδωσε προς το μέρος της καλύβης, όπου οι δύο συμπόται είχαν σηκωθή έκπληκτοι, μη εννοούντες τι συνέβαινε, και ο Λούκας φανταζόμενος την λίμνην ως θάλασσαν, έλεγε·Κανένα δελφίνι θα έπεσε κοντά στη βάρκα. — Φθάνει να μην είνε κανένα σκυλόψαρο, και σου αφανίση τα κεφολόπ'λα, καρδάσ', είπεν ο Παρρήσης.

Ολίγας ημέρας ύστερον, μίαν Κυριακήν περί τα τέλη Αυγούστου, ο Παρρήσης ο καλλιεργητής του σικυώνος, καλόκαρδος, άφροντις, μελαψός, με μακράν την φούνταν του φεσιού, κρεμαμένην επί του ώμου, και ο Λούκας ο εκμισθωτής της λίμνης, υψηλόκορμος, με μακρά σκέλη, με λινόχρουν τον μακρόν πέραν των ώτων μύστακα με αστακού βρασμένου τον χρώτα του προσώπου, είχαν καθίσει, καθώς πολύ συχνά το εσυνήθιζαν, «να το κλάψουν» ολίγον παρά το χείλος της λίμνης, υπό την δροσεράν αναδενδράδα, έξωθεν της καλύβης των.

Αλλ' όπισθεν των καλαμώνων, επί της αντιπέραν όχθης, ήμισυ μίλιον μακράν, ήτο χωμένος από δύο ωρών αφανής, ο παιδικός φίλος σου ο Χριστοδουλής. Τι εζήτει εκεί; Κατά πάσαν πιθανότητα παρεμόνευε πότε θ' απεμακρύνοντο προς στιγμήν από της όχθης ο Παρρήσης και ο Λουκάς, διά να χωθή γοργά εις την λίμνην και κλέψη ο πονηρός κανένα έγχελυν ή κεφαλόπουλά τινα και ολίγα καβούρια.

Είχαν ενθυμηθή παλαιάς ιστορίας, διηγούντο προς αλλήλους τα παθήματά των, τα οποία δεν είχον τελειωμόν. Ο Παρρήσης μάλιστα εξαρθείς από της πεζότητος ετραγούδει κατά προτίμησιν «μερακλίδικα» τραγούδια, οίον τον στίχον: Σαν κλήμα με κλαδεύουνε και κλαδεμούς δεν έχω.