United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο αέρας όλο κ' εδυνάμωνε· εσφύριζε μέσα στ' άρμενα κ' έβγαζε χίλιων λογιών ήχους, από το άγριο ούρλιασμα κοπαδιού τσακαλιών και λύκων ως το γλυκοφωνότερο τραγούδι και το πεταχτό λάλημα φλογέρας.

Κ' εξεχνιόταν κυτάζοντάς τον με τα μάτια γλαρά, με τέτοιο ανάδεμα των χειλιών, που έλεγες ήταν μέλισσα κ' έτρεχε να κολλήση σε γλυκόχυμον ανθό. Αλλ' αμέσως ξαφνισμένη από το κάμωμά της. — Σουτ! εσφύριζε βάζοντας το ροδοδάχτυλο στα διψασμένα χειλάκια της και βλέποντας ολόγυρασουτ! μη μας ακούση ο γέρος!...

Εκύτταξε γύρω τουσιωπή μεγάλη και μόνο ο άνεμος εφυσούσε με μανία και το παλαιό σκοινί του μικρού καμπαναριού της εκκλησιάς εσφύριζε λυπητερά· φως πουθενά κανένα και μόνο μυριάδες άστρα, διαμαντόπετρες υπέρλαμπρες, ετρεμόσβυναν στο στερέωμα.

Από το βάθος του δάσους αντήχουν τα καταφερόμενα τελευταία του πελέκεως κτυπήματα και οι κορμοί των δένδρων κατεκυλίοντο εις τας κλιτύς του όρους· από το ύψος επάνω εφαίνοντο ως λεπταί ράβδοι και όμως ήσαν ως οι μεγαλύτεροι των πλοίων ιστοί. Η Λουτσίνη παφλάζουσα έκρουε την μονότονον συμφωνίαν της, ο άνεμος εσφύριζε, τα σύννεφα εταξείδευον.

Ως που να το ειπή όμως η πλώρη της «Παντάνασας» εκαρφώθηκε στου βράχου τ' αγριόδοντα. Εκαρφώθη κ' εσταμάτησε ξύλο νεκρό. Το νερό περίγυρα άφριζε κ' εμάνιζε, λέγεις κ' ήθελε να ξεριζώση τα πορολίθαρα. Ο άνεμος εσφύριζε στα ξάρτια βλαστήμιες και μοιρολόγια. Κανόνι εβροντούσε πέρα το κύμα. Και μας έδερνε και μας έσπρωχνε και μας επελάγωνε, πάθος και λύσσα ολόμεστο, σαν να μας είχεν αντίδικους.

Είτα εσφύριζε, και οι μικροί κολυμβηταί, οίτινες έκαμνον θαυμασίας προόδους, απέβαινον αναγκαστικώς εις την ξηράν, δυσφορούντες επί τη αποτόμω διακοπή του τόσον μαλακού και ξυπνητού ονείρου των. Φευ! μετά έν έτος ακόμη, ο διδάσκαλος ήτο πάλιν με τα μανίκια του υποκαμίσου, αλλά μανίκια παρέχοντα την εντύπωσιν καμιζόλας ή γιακέτας, τόσον βαθύχροα βαμμένα, τόσον μαύρα ήσαν.