United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ό νάνος κοιμώτανε, όπως πάντα, στο δωμάτιο του Βασιληά. Όταν πίστεψε ότι όλοι κοιμώντανε, σηκώθη και ανάμεσα στο κρεββάτι του Τριστάνου και της Βασίλισσας έχυσε την ψιλή φαρίνα. Αν ο ένας από τους αγαπητικούς πήγαινε να σμίξη τον άλλο, η φαρίνα θα έδειχνε το ίχνος των βημάτων. Αλλά καθώς τη σκορπούσε, ο Τριστάνος, που έμεινε ξύπνιος τον είδε.

Είναι όνειρο; έλεγε ο Αγαθούλης· είμαι ξύπνιος; είμαι μέσα σ' αυτή τη γαλέρα; Αυτός είναι ο κύριος βαρώνος, που τον σκότωσα; Αυτός είναι ο διδάσκαλος Παγγλώσσης, που τον είδα να τον κρεμάνε; — Είμαστε μεις, είμαστε μεις! απαντούσαν εκείνοιΠώς! αυτός είναι ο μέγας φιλόσοφος; έλεγε ο Μαρτίνος.

Συναπαντιώνταν μες την αραγμένη τη βαρκούλα μας, έξω από της Μορτσίλιας τη σπηλιά· την αργοσάλεβαν ανάλαφρα μες του γιαλού τον μαγικό τον κόρφο κοιμισμένη. Μας εγλυκονανούριζαν κ' εμάς μες τον ουράνιον ύπνο μας, σταμπάρι κάτω πλαγιασμένους. ...Ο γέρος μου ο χρυσός, απ ώρα ξύπνιος φαίνεται, εδόλωνε τα παραγάδια τόρα και τις πετονιές, στην πρύμη καθισμένος. Θάχαν πάρει μεσάνυχτα.

Πάντα βλέπω στον ύπνο μου το λιμενάρχη, τη γυναίκα του, την υπηρέτρια, τους βλέπω και ξύπνιος, ακόμη και τώρα, εκεί, μπροστά μου. Ήταν καλοί άνθρωποι, αλλά εγώ ήθελα να βυθιστώ για να μην τους ξαναντικρίσω. Και το χειρότερο ήταν πως δεν μπορούσα να φύγω από το σπίτι τους.