United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενώ δε έπραττε και έλεγε τα ανωτέρω, συγχρόνως κατεσκεύαζεν οίκημα υπόγειον· όταν δε τούτο ετελείωσεν, εγένετο άφαντος εκ του μέσου των Θρακών, και καταβάς κάτω εις το υπόγειον οίκημα έμεινεν εκεί τρία έτη. Εν τούτοις οι Θράκες τον επόθουν και τον επένθουν ως θανόντα· αλλά κατά τα τέταρτον έτος εφάνη πάλιν εις αυτούς και κατέστησεν ούτω πιστευτά όσα είχεν ειπεί.

Από τα φουρνιάτικα λοιπόν κατεσκεύαζεν ωραία αφράτα ψωμιά με το σησάμι, το Χρυσώ έκαμνε νόστιμα και επιτυχημένα γλυκύσματα, έψηναν καμμιά κόττα παχειά, εγέμιζον και μια μποτίλια μοσχάτο ευώδες και τα κουβαλούσεν η Μιλάχρω ύστερον από ολίγες ημέρες εις τον γαμβρόν της· και ο «σημαδιακός» εξεκάκιονε, και εκουβαλούσε πάλιν την κασσελίτσα και την τσεργίτσα του εις την οικίαν της αρραβωνιαστικής του, ήτις με τα δάκρυα τον υπεδέχετο τον άκαρδον αρραβωνιαστικόν της.

Ο Λιάκος εύρε την εξαδέλφην του καταγινομένην εις το να μετασχηματίση το περυσινόν φόρεμα του πρωτοτόκου της, πολύ στενόν ήδη δι' εκείνον, εις νέον ένδυμα διά τον υστερότοκον, διά τον οποίον το κατεσκεύαζεν, εκ προθέσεως, ικανώς και πάλιν πλατύ.

Το γηραιόν ανδρόγυνον επέζη ακόμη, ο κυρ Δημητράκης τ' Αγάλλου κ' η γραία Αρετή. Ο παπά-Αλύπας επήγε κ' εγκατεστάθη οριστικώς εις το νεόκτιστον σταυροπηγιακόν και πατριαρχικόν Κοινόβιον του Ευαγγελισμού. Ως ηγούμενος διέπρεψε, κ' εφημίσθη μάλιστα το Αλυπιακόν μοσχάτον, όπου αυτός περιτέχνως το κατεσκεύαζεν.

Αλλά πώς εζήσαμεν; Προ δύο εβδομάδων συνώδευσα εις τον τάφον τον νεκρόν γέροντος φίλου μου• τον βαθύπλουτον τούτον έμπορον, όστις αφήκεν εκατομμύρια εις τους κληρονόμους του, τον ενθυμούμαι πωλούντα πλακούντια εις τας αμόρφους έτι οδούς της Σύρου• τα δε πλακούντια τα κατεσκεύαζεν η ωραία σύζυγός του, κόρη μιας των επισημοτέρων της Χίου οικογενειών.

Ζήσασα επί ικανά έτη ακόμη, κατεσκεύαζεν ανελλιπώς κατ' έτος τη Μ. Πέμπτη την κοκκώνα της ατυχούς μικράς και την Κυριακήν του Πάσχα, άμα επέστρεφε το πρωί από της λειτουργίας της Αναστάσεως, ήνοιγε τότε μόνον, το άχρηστον μείναν φρέαρ και έρριπτεν εις το ύδωρ την &κοκκώναν& και τα &κόκκινα αυγά&, της μικράς Σοφούλας της.