United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γραία καταπεπονημένηήθελε να κοιμάται ολίγον πάντοτε την μεσημβρίανεπακκουμβήσασα παρά την ρίζαν του γηραιού δένδρου παρηκολούθει σιγά-σιγά, πλην ηδέως, τους ιαμβικούς του άσματος στίχους, υποτονθορύζουσα αυτούς συμφώνως προς τον αναδιπλούμενον ρυθμόν του σεμνού χορού, επιλέγουσα εκάστοτε και την επαλλάσσουσαν επωδόν: Καμάρα χτίζωτο 'γιαλό, Καμάρα δε στεργιόνει.

Πλην ηκολούθησε συγχρόνως και η Μιλάχρω, ήτις προσπαθούσα να παρηγορήση τον άνδρα της, του οποίου ήρχισε να σέβηται την φιλοστοργίαν, αγρυπνούσαν όλην την νύκτα, δεν είχε κοιμηθή αν και καταπεπονημένη υπό της εργασίας και υπό του πένθους. — Τι είνε, Χρυσώ; Ερωτά ο Μπάρμπα-δήμαρχος. — Τι έπαθες; Κράζει ζωηρότερον η Μιλάχρω. — Φλουριά, μάννα! Κραυγάζει τότε συνελθούσα η παρθένος. — 'Νειρεύεσαι!

Τέσσαρες λυχνούχοι αργυροί, αοράτως και αθορύβως εκεί μετακομισθέντες, έφερον λυχνίας χρυσάς, πληρούσας τον θάλαμον ιλαρού και απλέτου φωτός. Τις και πώς έφερε τους λυχνούχους εκείνους εις τον κοιτώνα της, ούτε είδεν η Ψυχή ούτε ήκουσεν· η δε ασθενής αυτής κεφαλή, καταπεπονημένη εκ των αλλεπαλλήλων εκπλήξεων ολοκλήρου ημερονυκτίου, ουδέ καν να μαντεύση προσεπάθησε.