United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε μαδήσει πολλαχού και γυμνωθή πελιδνόν το δέρμα του, η κεφαλή του είχε παραμορφωθή εκ των μωλώπων και των πληγών, πότε ο είς και πότε ο άλλος των ποδών του εσύροντο μετέωροι και παραλυτικοί, και ο είς των οφθαλμών αυτού από πολλού είχε κλεισθή προς το φως της ημέρας υπό το ζεμάτισμα της μαγειρίσσης μας. Αλλ' ήτο αδιόρθωτος ο αμαρτωλός γέρων. Κλέπτης εκ γενετής, και λαίμαργος εκ φύσεως.

Τα πτηνά εσάστισαν απωλέσαντα το προσφιλές των πράσινον χρώμα της χλόης και με ημικλείστους τας πτέρυγας εσύροντο, εσύροντο, και είτα εκοκκάλοναν, ημιβυθιζόμενα επί της αφράτης χιόνος, αν δεν επρολάμβανον να πετάξωσιν επί της στενής αμμώδους παραλίας, ήτιςμια λωρίδα μόνονέμενεν ελευθέρα ως τεφρόχρουν πλαίσιον της λευκής εικόνος.

Αι περιφοραί δε, εις ποταμόν εξωγκωμένον βυθισθείσαι, ούτε ενίκων Β. | αυτόν ούτε ενικώντο, αλλά βιαίως εσύροντο και έσυρον ώστε το όλον ζωον εκινείτο, ατάκτως όμως και όπως έτυχε προχωρούν και αλόγως, έχον όλας τας έξ κινήσεις· διότι έβαινε και εμ- πρός και όπισθεν, και πάλιν δεξιά και αριστερά, και άνω και κάτω, και πανταχού πλανώμενον κατά τους έξ τούτους τρόπους.

Έτρεχον από την αυγήν έως το βράδυ εις τα πέριξ του πύργου, ανερριχώντο εις τους κλάδους των δένδρων διά να φθάνουν τας φωλεάς των πτηνών, εσύροντο εις τας αναδενδράδας να συλλέγουν τα υπόξυνα βατόμουρα, έπιπτον από της μιας άκρας της λίμνης κ' εξήρχοντο εις την άλλην, παίζοντα τα μικρά σωματάκια των με το νερόν κ' επέστρεφον την νύκτα εις τον πύργον γελαστά, χαρούμενα, η Μάρω κατάφορτος μ' ερυθρά εκ τρικοκκίων περιδέραια, ως φιλάρεσκος γύφτισσα και ο Γιάννος στολισμένος με άνθη, ως μαϊόπαιδον

Οι παρακολουθούντες Τούρκοκρήτες τους επροπηλάκιζον παντοιοτρόπως. Επειδή όπως ήσαν εξηντλημένοι σωματικώς και ψυχικώς, τινές δε και πληγωμένοι, εσύροντο μάλλον παρά εβάδιζον, τους εκτύπων με τα όπλα διά να ταχύνουν το βήμα.

Μικρά λυχνία χωματίνη, έρριπτε πενιχρόν φως εμπρός λευκού τινος πτυχωτού όγκου, ωσεί ανδρεικέλου κυρτωμένου· επί του γυμνού εδάφους εσύροντο εδώ κ' εκεί πλανώμενα βρωμερά ερπετά, των οποίων αι σκιαί εμεγεθύνοντο ή εσμικρύνοντο κατά τας κινήσεις των.

Εκ του τριχώματός του ολίγα τινά μόλις περιεσώζοντο λείψανα, φαιά, μελαψά και πυρίκαυστα, η κεφαλή του ήτο σχεδόν γυμνή και κατάμαυρος, η σιαγών του εκρέματο σιελώδης, οι πόδες του μόλις εσύροντο . . . — αλλ' εσύροντο όμως, εκινούντο, περιεπάτουν, και ο μόνος και μονάκριβος κίτρινος οφθαλμός του, ουδέν μαθών ουδ' απομαθών, περιεσκόπει κλοπίως το μαγειρείον, «ζητών τίνα καταπίη», ως ο λέων της Γραφής.

Πολλάκις δε συνέβη να φανούν δήθεν ακουσίως τα γυμνά μέλη της και τότε έβλεπα ότι εφόρει περιδέραια χρυσά παχύτερα από τους κλοιούς των φυλακισμένων. Έφυγα λοιπόν αμέσως, οικτείρων τους δυστυχείς εκείνους, οίτινες εσύροντο παρ' αυτής ουχί από την μύτην, αλλ' από τα γένεια, και όπως ο Ιξίων, συνευρίσκοντο με σκιάν νομίζοντες ότι ήτο η Ήρα.