Αλλ' ο Δημήτρης ούτε εκεί ούτε εις την καλύβαν ήτο. Ο Νάσος εξήλθε, τον εκάλεσεν επανειλημμένως, εσύριξε, τον ανεζήτησεν εις όλας τας καλύβας, αλλά δεν τον εύρε πουθενά. — Έφυγεν είπεν εισερχόμενος εις την Μπήλιω. Και οι δύο ητένισαν επί μακρόν ο ένας τον άλλον, άφωνοι. — Ο Θεός να τον σχωρέση· είπε τέλος η Μπήλιω, ενώ έν δάκρυ έπιπτεν, ως μαργαρίτης, από τους οφθαλμούς της.