United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γελούν αι γυμναί κορυφαί των, γελούν και η γυαλιστεραίς ακρογιαλιαίς των, μ' ευωδιάζονταδεν το πιστεύετε; — λαλαρίδια, ποικιλοσχήμους και ποικιλοχρώμους χάλικας, όπου θα επεθύμει να κυλίεται κανείς ολόγυμνος, κολυμβών εις την χρυσήν την άμμον και εις τον καταπράσινον αιγιαλόν των.

Αγρόται αλωνίζουν εγγύς της ακτής, και όρνιθες εδώ κ' εκεί τσιμπούν με τα ράμφη των τους στίλβοντας ξηρούς χάλικας. Όπισθεν της Ίμβρου ουρανομήκης υψούται η κορυφή της αιπεινής Σαμοθράκης. Παραπλέομεν την Τένεδον μακράν και χθαμαλήν εν σχήματι μαχαίρας. Λόφοι γυμνοί και άθαμνοι.

Και πράγματι, ως ήρχισεν η σκαπάνη να ξεκοιλιάζει μετά δούπον την γην και να στομούται πλήττουσα λίθους και χάλικας, προέβησαν εις το φως δίδυμοι τάφοι μετά κιτρίνων σκελετών, τις οίδε από ποίου λοιμού κατά τους παρελθόντας αιώνας εκεί θαμμένων, και μεταξύ αδελφωμένων κοκκάλων και χώματος, ευρέθησαν περί τα εκατόν ενετικά φλωρία.

Εν μέσω του ποικίλου στρατού της επαναστάσεως, ούτοι ωμοίαζον προς θραύσματα αγγείου αρχαίας ελληνικής τέχνης, ανάμικτα με χάλικας της συγχρόνου αγγειοπλαστικής. Δεν απέβαλον όμως καθ' όλου τον ζήλον και την καρτερίαν των ήσαν οι ίδιοι πάντοτε, φοβεροί και ακαταγώνιστοι. — Φωτιάτον Άι Σημιό, καπετάνοι· είπε τις πλησιάσας ησύχως. — Ναι φωτιά. . . κι' άλλη φωτιά! επανέλαβον πολλοί εν σιγή.

Όταν δε πάλιν δεν είχον εργασίαν γεωργικήν, τότε ηρέσκοντο να πλέκωσι, να ράπτωσι και να νήθωσιν υπό την κατάμαυρον σκιάν της συκής, ή να κάμνωσιν ένα περίπατον μέχρι της παραλίας της Κεχρεάς προς άλλην άγνωστον ακτήν, διάφορον της συνήθους της κώμης παραλίας, και καθήμεναι παρά το ευώδες κύμα να ρίπτωσι στρογγυλούς χάλικας εις τον διαυγή πυθμένα και τα πράσινα νερά, ή να τρέχωσιν επί των στιλπνών οστράκων, τρικλίζουσαι μετά χάριτος, ως νύμφαι θαλασσιναί, άρτι αναδύσαι εκ του αλμυρού πόντου, αναζητούσαι επί της ευωδιαζούσης εκ της καθαρότητος παραλίας τα παμποίκιλλα εκείνα κελύφη των οστράκων, άτινα μετά τόσης λεπτότητος κατεργάζεται λεία και στιλπνά ο καλλιτέχνης πόντος, προστρίβων ταύτα έως ου αποκτήσωσι το χρυσίζον εκείνο, ή υπέρυθρον, ή πάλλευκον χρώμα.