United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θαρρώ πως δεν πρέπει κανείς, σα βάζει πρόσωπα σ' ένα ρομάντζο, να προσέχη μόνο στον τόπο που βρίσκουνται τα πρόσωπα, στα σπίτια, στις κάμαρες, στους μπερντέδες, στα χαλιά, μα να προσέξη πολύ περισσότερο στην ψυχή, τόσο μάλιστα να προσέξη που να ξεχάση τον τόπο και να βλέπη την ψυχή μονάχα.

Τα δάχτυλά του έφευγαν γοργά, σαν αστραπή, απάνω στα τέλια, στο κοντάρι, πατούσαν πότε βιαστικά, και πότε σιγαλά, πήγαιναν έρχουνταν σταματούσαν απάνω στους μπερντέδες κ' η πέννα του γρατσούνιζε γρήγορα κάτω τα τέλια με το δεξί χέρι του. Τόνα τραγούδι τελείονε, τ' άλλο άρχιζε, από τα κλέφτικα ως τους αμανέδες.

Μπαίνει τρέμοντας από τη συγκίνηση, η καρδιά του χτυπά, η φωνή του πιάνεται· θέλει ν' ανοίξη τους μπερντέδες του κρεββατιού, ζητά να φέρουνε φως. Μη για το Θεό, λέγει η υπηρέτρια, το φως θα τη σκοτώση! Και ξαφνικά κλείνει τους μπερντέδες. — Αγαπημένη μου Κυνεγόνδη, λέγει ο Αγαθούλης κλαίοντας, πώς είστε; Αν δε μπορείτε να με ιδήτε, μιλήστε μου τουλάχιστο. Δε μπορεί να μιλήση, λέγει η υπηρέτρια.

Πίσω από τους κεντητούς μπερντέδες της σκηνής του κάθεται ο Αχιλλεύς, ντυμένος μυρωμένη φορεσιά, ενώ ο γκαρδιακός του φίλος με τη στολή του τη χρυσωμένη κι ασημωμένη ετοιμάζεται να πάη στη μάχη.