United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο νέος ίστατο εντροπαλός πλησίον της, κυττάζων αυτήν, έμφοβος και μη εννοών. — Σύρε στο καλό, με τη σκαμπαβία, Μαθιέ μου, π'λάκι μου, του είπε με τόνον ειλικρινούς συγκινήσεως το Λιαλιώ· κρίμαπου είμαι μεγαλείτερη στα χρόνια από σένα· αν πέθαινε ο μπάρμπα-Μοναχάκης, θα σ' έπαιρνα.

Πότε να κάμουμε πανιά, να κάτσω στο τιμόνι, να ιδώ της Δέρφης το βουνό, να μου διαβούν οι πόνοι! Ο νέος αφήκε βαθείαν πνοήν, ομοίαν με στεναγμόν. — Α! ξεχνώ που κοντεύω να σε ξεπλατίσω στο κουπί, είπεν η Λιαλιώ... Αλήθεια, εγώ κάνω σαν τρελλή... Τα χεράκια σου δεν είνε για το κουπί, κυρ Μαθιέ. Ο νέος διεμαρτυρήθη·

Η παπαδιά δεν μιλούσε· σηκώθηκε και πήγε ως το παράθυρο, σαν να περίμενε ακόμα. Γύρισε και ξανακάθησε. Σε λίγο ένα παλληκάρι ανέβηκε δυο-δυο τις σκάλες. — Μπα εσύ 'σαι, Μαθιέ; Καλώς ώρισες. Τρομάξαμε να σε γνωρίσουμε. Ήτανε ο γυιός του εκκλησιάρη του «Ευαγγελισμού», μούτσος με τα καράβια. — Χαιρετίσματα απ' τον παπά, κυρά παπαδιά. Η παπαδιά έγινε κατακόκκινη, σαν να της χάρισαν βασίλειο.