United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καταιμωδιασμένη, απηλπισμένη, κροτούσα τους οδόντας εκ του ψύχους, έχουσα τον βόρβορον υπό τους πόδας της και την χάλαζαν άνω της κεφαλής της, μη ευρίσκουσα αλλού προφύλαξιν, εισήλθεν υπό μικρόν λέβητα, εντός του οποίου άλλοτε, κατά τας ευτυχείς ημέρας της, έβραζε το γάλα των κατσικών, το οποίον μετεποίει εις τυρόν ή γιαγούρτι.

Κατά τύχην είδε μακρόθεν φως λάμπον, εύρε θύραν τινά ανοικτήν, και εισώρμησεν εκείσε απηλπισμένη. Η θύρα αύτη ήτο η του καπηλείου του Κατούνα, όπου είδομεν αυτήν καταφυγούσαν εν αρχή της ιστορίας ταύτης. Η δίωξις. Έτρεχον κατόπιν αυτής οι Γύφτοι, αλλά δεν έτρεχον πάντες με τον αυτόν σκοπόν.

Ιδού αυτή, κοιμάται, είπε. — Δεν είνε αυτή που ζητείς, είπον εγώ απηλπισμένη. — Μη την εξυπνήσης, είπεν αύθις ο ξένος. Και πατών επ' άκρων των ποδών επλησίασεν εις την κλίνην σου. — Δυστυχής κόρη, εψιθύρισεν, ως είδε το πρόσωπόν σου. Εκοιμάσο ύπνον ήσυχον και η αναπνοή σου δεν ηκούετο. Ομοίαζες με αρνίον αναπαυόμενον, μικρά μου κόρη. Ο ξένος σ' εθεώρησεν επί πολλήν ώραν.

Αύριον όταν νυκτώση, οι δούλοι μου θα έλθουν να σε πάρουν, με εννοείς! . . Ο Καίσαρ πριν σε ίδη, σε υπεσχέθη εις εμέ . . . Οφείλεις να μου παραδοθής! Τα χείλη σου, δος μου τα χείλη σου! Την περιεπτύχθη. Εκείνη επάλαιεν απηλπισμένη. Εις μάτην με τας δύο χείρας προσεπάθει να διαρρήξη τον εναγκαλισμόν των βραχιόνων εκείνων· μάτην διά φωνής πλήρους τρόμου και πικρίας τον ικέτευε να μη φέρεται ούτω.