United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Δισνυσόδωρος ο ρήτωρ απήγγελλε μέρη των λόγων του και εχειροκροτείτο υπό των υπηρετών, οίτινες εστέκοντο όπισθέν του• ο δε Ιστιαίος, ο οποίος κατείχε την τελευταίαν θέσιν απήγγελλε ποιήματα, αναμιγνύων στίχους του Πινδάρου, του Ησιόδου και του Ανακρέοντος και σχηματίζων εξ όλων αυτών ποίημα αστειότατον, εις το οποίον ως να προέβλεπε τα μέλλοντα να συμβούν έλεγε• Συν δ' έβαλον ρινούς και

Όταν μετ' ολίγον εξύπνησεν, η κεφαλή της Ευνίκης ανεπαύετο ως λευκόν άνθος επί του στήθους του. Την εστήριξεν επί του προσκεφαλαίου διά να την θεωρήση ακόμη. Και διέταξεν εκ νέου να του ανοίξουν τας φλέβας. Οι αοιδοί έμελψαν νέον ύμνον του Ανακρέοντος και αι βάρβιτοι υπήχουν βαρέως διά να μη πνίγουν τους λόγους. Ο Πετρώνιος ωχρία βαθμηδόν περισσότερον.

Τοιαύτα ήσαν τα κυριώτερα χαρακτηριστικά· πλην δε τούτων οι Βενεδικτίνοι της Γερμανίας εφόρουν ερραμμένην εις το κουκούλιον μικράν εικόνα της Παναγίας, ίνα προφυλάττη τας κεφαλάς των από τους πονηρούς λογισμούς και τας φθείρας, τα δε πρόσωπα αυτών πολύ ωμοίαζον τα παλίμψηστα μοναστηριακά χειρόγραφα, εν οις, υπό τα ευσεβή τροπάρια του μεσαιώνος, διαφαίνονται εισέτι ερωτικοί στίχοι του Ανακρέοντος και της Σαπφούς.

Σωκράτης Αυτήν την στιγμήν να σου απαντήσω ακριβώς εις αυτά δεν δύναμαι· αλλ' είμαι βέβαιος ότι έχω ακούσει μερικά, ή ίσως της ωραίας Σαπφούς ή του Ανακρέοντος του σοφού ή και άλλων συγγραφέων.

Οι πλείστοι εκ των συνδαιτυμόνων δεν ηδύναντο να σταθούν εις τους πόδας των. Ο Πετρώνιος δεν ήτο μεθυσμένος, αλλ' όστις εν αρχή, κηδόμενος της ουρανίας φωνής του, απέφευγε να πίνη είχεν εκκενώσει κατόπιν κύλικα επί κύλικος και εμεθύσθη. Ήθελε μάλιστα να ψάλη ακόμη στίχους του, στίχους ελληνικούς την φοράν αυτήν, αλλά δεν κατώρθωνε να τους ενθυμηθή, και κατά λάθος έψαλεν άσμα του Ανακρέοντος.

Ρίψε εις την θάλασσαν τον Λεοπάρδην και μετ' αυτού πάντας τους φιλοσόφους και ποιητάς, πλην του Ομήρου, του Ανακρέοντος και του Θεοκρίτου αντί μεταφυσικών ή επιστημονικών φαντασμάτων· κυνήγα λαγούς ή γυναίκας, τρέχε, ίππευε, κωπηλάτει, φύτευε λάχανα ή σχίζε ξύλα, κωπίαζε σωματικώς και αναπαύου πνευματικώς, όπως βραδύτερον επέλθη η ώρα, καθ' ην κατανοήσας το άσκοπον του βίου και την κενότητα πάσης ελπίδος, θα ποθήσης βαθύν και ατελεύτητον ύπνον και, ως εγώ, θ' ανακράξης ω Νιρβάνα

Ενθυμείσθε, κ. εκδότα, την αμίμητον εκείνην ωδήν του Ανακρέοντος, Φύσις κέρατα ταύροις, Οπλάς δ' έδωκεν ίπποις, κλπ; Τοιαύτην τινά διανομήν έκαμε και ο Απόλλων εις τους θιασώτας του.