United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και η Ελένη παρατηρήσασα ότι εσχηματίσθησαν όλα τα μαύρα σκωληκάρια, ενέθηκεν εκεί τρυφερόν φύλλον, εκόλλησαν όλα επ' αυτού, κινούμενα υπό της λαιμάργου ορμής προς το φαγητόν και ούτως η κόρη έθεσεν αυτά εις μεγαλείτερον ταψίον, όπερ ετοποθέτησεν επί καθέδρας, τους τέσσαρας πόδας της οποίας εστήριξεν εντός στάκτης, ίνα μη δύνανται οι μύρμηκες ν' αναβώσι και πνίξωσι τους μικρούς σκώληκας τους οποίους δεινώς καταδιώκουσι.

Όταν μετ' ολίγον εξύπνησεν, η κεφαλή της Ευνίκης ανεπαύετο ως λευκόν άνθος επί του στήθους του. Την εστήριξεν επί του προσκεφαλαίου διά να την θεωρήση ακόμη. Και διέταξεν εκ νέου να του ανοίξουν τας φλέβας. Οι αοιδοί έμελψαν νέον ύμνον του Ανακρέοντος και αι βάρβιτοι υπήχουν βαρέως διά να μη πνίγουν τους λόγους. Ο Πετρώνιος ωχρία βαθμηδόν περισσότερον.

Αλλ' ο Βινίκιος, μεθ' όσα είχεν ακούσει εις την συνάθροισιν, δεν ετόλμα πλέον τίποτε να ζητήση. Κατεφίλει τους πόδας του Αποστόλου, εστήριξεν επ' αυτών το μέτωπον κλαίων και εζήτει οίκτον διά της σιωπής του. — Ειξεύρω. Απήγαγον την παρθένον, την οποίαν αγαπάς. Δεήθητι δι' αυτήν, είπεν ο Απόστολος.