United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είνε επόμενον να φαίνωνται ταύτα εις τους πτωχούς εκείνους ανθρώπους ως ο χρυσούς αιών και να νομίζουν ότι το μέλι τρέχει εκ του ουρανού εις τα στόματα των ψευδοφιλοσόφων εκείνων. Δεν θα ήτο δε το πράγμα τόσον φοβερόν, εάν οι αγύρται εκείνοι περιωρίζοντο μόνον εις αυτά.

Και ο μεν Γειζέριχος απέθανε τέλος το 474 μ.Χ., αλλ' αι ληστοπειρατικαί επιδρομαί των Βανδήλων εξηκολούθουν και επί των διαδόχων του. Δεν περιωρίζοντο δε οι Βανδήλοι εις το να λυμαίνωνται τας Ιταλικάς και Ελληνικάς χώρας, αλλ' επίεζαν δεινώς και τους εγχωρίους Ρωμαίους και Έλληνας κατοίκους των χωρών τας οποίας εξουσίαζαν.

Ο πατήρ αυτού, βαρελοποιός ποτε και μουσικός κατά τας ώρας της σχόλης του, μόλις είχε κατορθώσει να διδάξη τον υιόν αυτού, πλην τυπικών τινων υποκρούσεων, ένα συρτόν και ήμισυν καλαματιανόν. Αλλά το έν και ήμισυ τούτο ήρκει εις διασκέδασιν των παιδίων, ων αι χορευτικαί γνώσεις περιωρίζοντο κατ' ανάγκην εις το μουσικόν του πατρός των πεδίον. — Ελάτε τώρα σεις, είπεν ούτος· πιασθήτε από τα χέρια.

Δεν υπήρχον τότε ούτε φρενοκομεία ούτε σωφρονιστήρια ούτε άσυλα, και οι δυστυχείς επικίνδυνοι μανιακοί απηλαύνοντο και περιωρίζοντο εις έρημα και ακατοίκητα μέρη. Υπάρχει δε αφθονία βραχωδών σπηλαίων και άντρων εν Παλαιστίνη, και ταύτα εχρησίμευον συνήθως ως τάφοι.

Τοιουτοτρόπως τα περισσότερα παιδία εφοβούντο να παρεισδύσωσιν εκεί. Και μόνον, οσάκις παρεσύροντο μέχρι της θέσεως εκείνης, περιωρίζοντο από μακρόθεν να θαυμάζωσι την ωραίαν αγριαμπελιάν και τα εύμορφα τριαντάφυλλα, και να οσφραίνωνται ως κυνάρια τα ευωδιάζοντα πλατοκούκκια της θειά- Ζωίτσας.

ΛΕΑΙ. Στην αρχή μ' εφιλούσαν σαν άνδρες και δεν περιωρίζοντο μόνον στα χείλη, αλλά και μέσ' στο στόμα και με αγκάλιαζαν και μούτριβαν τα βυζιά• η δε Δημώνασσα μούδιδε και δαγκωματιές αναμεταξύ στα φιλιά. Εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω πού θα έφθανε αυτό το πράγμα.

Το δε κακόν ήτο ότι δεν περιωρίζοντο μόνους τους νεκρούς ν' ανυμνώσιν, αλλά και των ζώντων διέστρεφον τον νουν διά των ογκωδεστάτων εγκωμίων. Οι Λατίνοι ποιηταί εσατύρισαν ασπλάγχνως την χαμερπή κολακείαν των επί Αυγούστου πανταχόθεν συρρευσάντων εις την Ιταλίαν Γραικύλων. Τούτους όμως υπερέβησαν κατά πολύ οι εις την Σύραν καταφυγόντες απόγονοι των σατυριστών. Δύσκολον ήτο να ευρεθή, καθ' όλην την νήσον αξιότιμός τις μεγαλέμπορος, καταστηματάρχης, λουκουμοποιός, τοκιστής, βυρσοδέψης, σαράφης, ή καραβοκύρης, του οποίου δεν υμνήθη πεζώς και εμμέτρως «l'acuto ingegno» και «il raro talento». Η δε προς τας ευγενείς αυτών κυρίας ιταλική λατρεία υπερέβαινε τα όρια του κωμικού και του πιστευτού. Μεταξύ των οικοδεσποινών τούτων υπήρχον βεβαίως καί τινες πράγματι ευπρόσωποι. Και αύται όμως έπρεπε ν' αρκεσθώσι δι' έλλειψιν άλλων υπερβολικωτέρων εις τας αυτάς ομοιώσεις προς «ά ν θ ο ς λ ε ι μ ώ ν ο ς, ά γ γ ε λ ο ν, Ή ρ α ν, Ή β η ν – ή

Και όμως τον μέγαν και πομπικόν αυτόν χορόν ουδέποτε εχόρευσαν. Περιωρίζοντο μόνον τα ορφανά να κυττάζωσι κρυφίως διά των ημικλείστων παραθύρων, πλην ποτέ δεν μετέσχον μετά των άλλων νεανίδων, αι οποίαι συνηθροίζοντο καθ' εσπέραν τη εβδομάδα του Πάσχα εις την γειτονικήν πλατείαν κ' εχόρευον κ' έλεγον «θάλασσα» τα τραγούδια εκείνα τα εύμορφα.

Εάν μεν λοιπόν, καθώς προ ολίγου τώρα είπον, περιωρίζοντο εις το να με περιγελούν μόνον, καθώς λέγεις ότι περιγελούν εσένα, τούτο δεν θα μου ήτο διόλου δυσάρεστον, να περάσωμεν ολίγας ώρας εις το δικαστήριον με αστεϊσμούς και περιγελάσματα· αν όμως λάβουν το πράγμα υπό σπουδαίαν έποψιν, τούτο πλέον ποίον τέλος θα έχη είναι άδηλον εις τον κάθε ένα εκτός από σας τους μάντεις. Ευθύφρων.

Οι όροι είχον αναστραφή και οι μεν απλοί άνθρωποι εδείπνουν με πολλήν σεμνότητα, χωρίς να λέγουν ή να πράττουν απρεπή, αλλά περιωρίζοντο να γελούν και να εκπλήσσωνται δι' εκείνους τους οποίους εθαύμαζον απατώμενοι υπό του εξωτερικού των και νομίζοντες ότι είνε σπουδαίοι άνθρωποι, οι δε σοφοί παρεξετρέποντο και αλληλοϋβρίζοντο, έτρωγαν και έπιναν κατά κόρον, εφώναζαν και διεπληκτίζοντο• ο δε θαυμάσιος Αλκιδάμας και εκατουρούσε εις το μέσον, χωρίς να εντρέπεται τας γυναίκας.