United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανήλθεν ιδρωμένος εις την εκκλησίαν, ήνοιξε την θύραν, εισήλθεν εντός του δροσερού ναού, έλαβεν ευλαβώς εκ του αναιμάκτου θυσιαστηρίου το ιερόν της θείας μεταλήψεως σκεύος και το ευχολόγιόν του, τα ετύλιξεν εντός του περιτραχηλίου του, περιέδεσε το περιτραχήλιον εντός μαύρης λινής οθόνης και εξήλθεν. Έκλειε μόλις την θύραν της Εκκλησίας, ότε ήκουσε την φωνήν του Γεροθανάση παροτρύνοντος το κτήμα.

Εγελάσαμεν διά την παράδοξον ταύτην ερώτησιν του Γεροστάθου και λαβών τις εξ ημών τον κλώνον, έσπασεν αυτόν αμέσως διά των δύο δακτύλων του. Τότε ο Γεροστάθης επήρεν εις την παλάμην του πολλούς κλώνους, τους οποίους αφού περιέδεσε διά λεπτού σχοινίου, μας ηρώτησεν αν δυνάμεθα να σπάσωμεν και το δεμάτιον τούτο. — Όχι βέβαια, απεκρίθημεν, πώς είναι δυνατόν να σπάσωμεν αυτούς, ηνωμένους όλους ομού;

Ήρκει ότι περιέδεσε με το μανδύλιόν του το τραύμα της δυστήνου κόρης, ήρκει ότι είπεν ένα καλόν λόγον προς υπεράσπισιν αυτής, και ηδύνατο ευλόγως να νομίζη ότι εξεπλήρωσε το χρέος του. Του λοιπού ας εμερίμνα αυτή περί εαυτής. Η γραία ιδούσα τον δισταγμόν του ξένου, ενόησεν ότι έπρεπε να επιμείνη όπως κερδίση την δίκην.