United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επί τινας ημέρας εταξειδεύαμεν με άνεμον μέτριον, έπειτα όμως έπνευσε σφοδρός βορράς και έγινε δριμύτατον ψύχος, το οποίον επάγωσεν όλον το πέλαγος, όχι μόνον εις την επιφάνειαν, αλλά και εις βάθος έως τετρακοσίων οργυιών• ώστε εξελθόντες επεριπατούμεν εις τον πάγον. Επειδή δε ο άνεμος δεν έπαυε και ήτο ανυπόφορος εκάμαμεν το εξής κατά πρότασίν του Σκινθάρου.

Εις την θέαν ταύτην, κατελήφθη από έρωτα ομοιάζοντα με τον δριμύτατον πόνον, απά έρωτα πλήρη οίκτου, ευλαβείας και σεβασμού. Έπεσε πρηνής και εστήριξε τα χείλη του εις το άκρον του μανδύου. εφ' ου ανεπαύετο η νεάνις. «Ο Χριστός θα την σώση . . . Ούρσε, μη φοβείσαι», είπεν. Αίφνης, η Λίγεια ήνοιξε τους οφθαλμούς και έθεσε τας καιούσας χείρας της επί των χειρών του γονυπετούς Βινικίου.

Χίλων Χιλωνίδη, επανέλαβεν ο Ούρσος, ο αυθέντης σου Βινίκιος σε ζητεί, και θέλει να σε οδηγήσω πλησίον του. Ο Βινίκιος εξύπνησεν από πόνον δριμύτατον. Τρεις άνθρωποι έσκυπτον επάνω του. Ανεγνώρισε τους δύο εξ αυτών, τον Ούρσον και τον γέροντα, τον οποίον είχεν ανατρέψει, όταν μετέφερε την Λίγειαν. Ευρίσκετο εις τας χείρας τρίτου, όστις του έτριβε τον αριστερόν βραχίονα.