United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όσον πλέον κουτός, άκακος και απονήρευτος είνε ο λαός, τόσον περισσότερον έπρεπε να τον συμπαθούν και να τον λυπούνται, αντί να νομίζουν πως η κουταμάρα και η καλωσύνη του τους δίδει το δικαίωμα να τον γδαίρνουν ως το κόκκαλο, να τον καταδικάζουν εις την βρώμαν, την αρρώστειαν και την ατιμίαν, να φέρνωνται μαζί του καθώς οι άκαρδοι εκείνοι καρραγωγείς, που σκοτώνουν τ' άλογα από το πολύ φόρτωμα και το πολύ ξύλο για το λόγο πού δεν δαγκάνουν και δεν κλωτσούν.

Ύστερα, από αρκετή λογομαχία βρέθηκε τέλος ο Ιοβιανός, ο πρώτος Δομέστικος. Μικρόψυχος άνθρωπος, απονήρευτος όμως, αγαπημένος, και το κάτω κάτω Χριστιανός αποφασισμένος να ξαναφέρη όσα συστήματα κατάτρεχε ο προκάτοχος του. Αυτά όμως αργότερα. Έπρεπε πρώτα, να ξεγλυτώση ο στρατός από του Πέρσου τα νύχια.

Εψές δεν ήμουν εδώ. — Και πού ήσουνα; ηρώτησεν ο γέρος. — Υπήγα μ' ένα φίλον μου. — Πού; — Εις το ψάρευμα. — Α, είσαι και ψαράς; — Όχι, δι' ευχαρίστησιν μόνον. Ο Βούγκος, όστις ήτο εις άκρον απονήρευτος, εκύτταξε κατά πρόσωπον εις τον ξένον. Ούτος παρετήρησε το βλέμμα αυτού. — Τι είνε, Βούγκο; τω είπε· τι με κυττάζεις;

Κι α δε λείψης απ' αυτό σου το κόλασμα, βράζει από τώρα η πίσσα που μπορεί και δυο ψυχές αντίς μια να παραλάβη στα βάθια της. Στεφ. Γιατί να το λες αυτό, Αρετούλα; Πού σ' αγάπησα τάχα; Εγώ κακός δεν είμαι. Γιατί να κολαστώ και γιατί να κολάσω; Εγώ από τη στιγμή που σ' αγάπησα έγιν' αρνί μονάχο, σαν κορίτσι απονήρευτος είμαι. Πες μου, Αρετούλα.