United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατά τους παροξυσμούς της απελπισίας της κατέφευγεν ενίοτε, ίνα απομακρύνη τα περικυκλούντα αυτήν οχληρά φαντάσματα, εις των Συναξαρίων τας ευσεβείς συνταγάς, οτέ μεν μαστιγουμένη διά της ζώνης, οτέ δε βρέχουσα τας σινδόνας της διά παγετώδους ύδατος ή ζητούσα να πνίξη την λύπην αυτής εις τον οίνον κατά την συμβουλήν του Εκκλησιαστού . Αλλά πάντα τα θαυματουργά ταύτα αντιφάρμακα, και αυτό ακόμη το αγνόχορτον , του οποίου μόνη η οσμή ήρκει, κατά τους αγιογράφους ίνα αποδιώξη πάντα πειρασμόν, ουδέν ίσχυον κατά της πικρίας του χωρισμού.

Ενόμισα δε ότι το κατώρθωσα ιδών αυτόν επί τέλους εκθηλυκώνοντα τα κομβία του, και ήρχισα να ελπίζω ότι θα κοιμηθώμεν. Αλλ' αγνοώ υπό τίνος σκέψεως κινούμενος, ο ευλογημένος, διέκοψεν αίφνης τας προς κατάκλισιν προετοιμασίας και, αφού πρώτον εκλείδωσε την θύραν, επεδόθη εις λεπτομερή εξέτασιν του δωματίου. Έως και τας κρεμαμένας σινδόνας ανεσήκωσε διά να ίδη μη κρύπτεταί τι υπό τας κλίνας.

Και το μεν σώμα έξωθεν εγγιζόμενον ούτε πολύ θερμόν ήτο ούτε ωχρόν, αλλ' υπέρυθρον, πελιδνόν, με εξανθήματα, μικράς φλυκταίνας και έλκη· έσωθεν δε τόσον εκαίετο, ώστε δεν ηνείχετο ούτε τα λεπτότερα ιμάτια, ούτε τας σινδόνας, ούτε άλλο τι. Οι ασθενείς ήθελον να μένουν γυμνοί και ευχαρίστως ερρίπτοντο εις ύδωρ ψυχρόν.

Το καθ' ημάς, νομίζω ότι θα εκοιμώμεθα την νύκτα εκείνην, και αν έτι ήρχοντο όλα της νήσου τα εξωτικά να στήσουν χορόν εντός του δωματίου μας. Τόσον είμεθα νυσταγμένοι! Ο Νίκος, αρυόμενος θάρρος εκ της περί αναχωρήσεως αποφάσεώς μας, εξηπλώθη υπό τας σινδόνας της κλίνης του και εντός ολίγου εκοιμώμεθα και οι δύο βαθέως. Το πρωί ο Κ. Σπυράκης ήλθεν από τα εξημερώματα.

Οφείλει η ίδια και να υπανδρεύση και να προικίση και προξενήτρια και πανδρολόγισσα να γίνη. Ως ανήρ οφείλει να δώση οικίαν, άμπελον, αγρόν, ελαιώνα, να δανεισθή μετρητά, να τρέξη εις του συμβολαιογράφου, να υποθηκεύση. Ως γυνή, πρέπει να κατασκευάση ή να προμηθευθή «προίκα», τουτέστι παράφερνα, ήτοι σινδόνας, χιτώνια κεντητά, μεταξωτάς εσθήτας με χρυσοΰφαντα ποδογύρια.

Άλλοι με λευκάς σινδόνας εσκέπαζον τα προς πώλησιν αθύρματα, ως να τα εσαβάνοναν, και άλλοι εισεκόμιζον τας τράπεζας των εις τα εγγύς εμπορικά. Οι έμποροι, απηλπισμένοι συνέκρουον τας χείρας των ως οι σταφιδοκτήμονες, βραχείσης της σταφίδος. Οι υπάλληλοί των εγελούσαν σκαστά.