United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλην, φίλε Θεαίτητε, πραγματικώς ο αθυρόστομος άνθρωπος πλησιάζει να είναι ανυπόφορον πράγμα και αηδές. Θεαίτητος. Πώς έτσι; προς τι το είπες αυτό; Σωκράτης. Δεν χωνεύω την ιδικήν μου ελαττωματικήν μάθησιν και αληθινήν μωρολογίαν. Θεαίτητος. Συ όμως διατί θυμόνεις; Σωκράτης.

Σκηνή Β'. Αι άνω και η κερά Ρήνα Έπειτα, ο κ. και η Μεμιδώφ. Κ ε ρ ά Ρ ή ν η. Έφεραν το παληό κρασί για τον κύριο. Κυτάξετε να είσαστε γελαστές, τώρα που θα κατέβη ο κύριος, γιατ' είναι με τα νεύρα του· ξέρετε, γιατί είπεν η γιαγιά, πως κακοκοιμήθηκε την νύχτα. Λ έ λ α. Και ύστερα παραξενεύονται, γιατί δεν χωνεύω όλα αυτά.

Δε θέλει λύπηση το ξέρω, αφέντη· όπως στρώσει κανείς έτσι θα κοιμηθή· είπε ο δούλος. Μα να βλέπω άλλους χειρότερούς του και να προδεύουνε, δεν το χωνεύω. — Ποιοι προδεύουνε ; ξαφνίστηκε ο Χαγάνος, αγριοκυττάζοντας το δούλο του. — Να οι άλλοι, αφέντη. Ο Πέτρος ο Θεομίσητος, ο Μήτρος ο Γλάμης, ο Βασίλης ο Ζάρακας.

Ρωμιό μ' έκαμε ο Θεός, ρωμαίικο χώμα πατώ, ρωμαίικο αέρα ανεσαίνω, — πώς θέλετε να τα χωνεύω τα ολόστεγνα ξεροπέτσια που μου ξεθάβετε! Με τη μασιά τα παίρνω και τα πετώ, και ή μου δίνετε όσα η καρδιά μου γυρεύει κι ο νους μου ονειρεύεται, ή πεθαίνω από την ατροφία.