United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΡΙΕΛ. Σου είπα, Κύριε, πως ήταν κοκκινοφλογισμένοι από τα μεθύσι· τόσο ανδρειωμένοι, που βαρούσαν τον αέρα, γιατί τους έπνεε στο πρόσωπο, εκτυπούσαν τη γη, γιατί φιλούσε τα πόδια τους, αλλά δίχως να σαλέψουν ποτέ από το σκοπό τους· εγώ έκρουσα το τύμπανό μου, και τότε, σαν τάστρωτα πουλάρια, με ταυτιά τεντωμένα, τα μάτια ολάνοικτα, τη μύτη σηκωμένη, ως να ήθελαν να μυρισθούνε τη μουσική, τόσο τους εμάγεψα την ακοή, που, ωσάν τα μοσχάρια, ακολούθησαν το μουγγάλισμά μου, μέσα σε δοντερά τριβόλια, αγκυλωτούς ασπαλάθρους, παλιούρους, και βάτους, που μπήκαν στα μαλακά τους πόδια· τελοσπάντων τους άφησα μέσα στη σάπιαν αφριά του βάλτου, που είναι παρέκει του σπήλιου σου· εκεί μέσα εχορεύανε ως το πηγούνι, ώστε ο άσχημος βούρκος τους εκαταβρώμεψε.

Σήκω απάνω, Κεριάκο! του είπε, ο γαμπρός εσηκώθη με δυσκολία· ήταν ελεεινός από το μεθύσι· πριν όμως προφτάση να τον ρωτήξη η αρχή, τον επλησίασεν ο Κοντοπάνης. — Μπρε Κεριάκο, του λέει δυνατά και θυμωμένα. Εσεδά κάνουνε οι τίμιοι άνθρωποι; Αρρεβωνιαζόνται και ύστερα πέρνουνε άλλες; — Μα το θεό, ετραύλισεν ο Κεριάκος· δεν ηξέρω τίβοτα.