United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λαβούσα τον λόγον εις το συμβούλιον, κατέκρινεν εντονώτατα τας περί φυγής συμβουλάς. «Την φυγήν, είπε, και αν μας φέρη την σωτηρίαν, θεωρώ ολεθρίαν· ο άνθρωπος, επρόσθεσεν, άπαξ ελθών εις τον κόσμον είναι αδύνατον να αποφύγη τον θάνατον· αλλ' εις τον ανελθόντα άπαξ εις τον θρόνον της βασιλείας δεν είναι ανεκτόν να είναι φυγάς· μη γένοιτο να στερηθώ την βασιλικήν μου αλουργίδα μηδέ να ζήσω την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν ο λαός δεν θα με προσφωνή ως βασιλίδα δέσποιναν!

«Η γυνή, ηρώτησεν ο Κύριος, πού εισιν εκείνοι οι κατήγοροί σου; Ουδείς σε κατέκρινεν;» «Ουδείς, Κύριε». Ήτο η μόνη απόκρισις την οποίαν τα χείλη της ηδύναντο να εύρωσι δύναμιν ν' αρθρώσωσι· τότε δε έλαβε την χαριτόβρυτον, αλλά και ανιχνευτικήν καρδίας άδειαν ν' απέλθη. «Ουδ' Εγώ σε κατακρίνω. Πορεύου, και μηκέτι αμάρτανε».

Επειδή σπανιώτατα εύρεν εν τω βίω της ανθρώπους προς ους να ευγνωμονή, υπελάμβανεν ότι προς τον πρώτον τυχόν παρουσιασθέντα δεν έπρεπε να φείδηται της ευγνωμοσύνης της. Ησθάνετο λοιπόν τύψεις, και κατέκρινεν ενδομύχως την ιδίαν αυτής διαγωγήν. Αναπαρίστα εν τη μνήμη την εναγώνιον εκείνην σκηνήν. Ο απαγωγεύς αυτής εφαίνετο υψηλός και ρωμαλέος.