United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ιδού, βλέπω και διαστελλόμενον αυτόν, και δύο τιτάνας, αναπηδώντας εκ του τεραστίου του όγκου. Ο είς ήτο σκότιος, ο δ' έτερος φωτεινός· ο είς εμάχετο με εγχειρίδιον, και ο έτερος με πέλεκυν· αμφότεροι δε εκυλίοντο εις δάκρυα και εις αίμα.

Τα σύννεφα επυκνούντο βιθυζόμενα, η βραδυά ήτο σκοτεινή. Μόνη, άπελπις, θρηνούσα ήτο εκεί. Θύελλα εκρέμετο επάνω της, η μία αστραπή διεδέχετο την άλλην και έλαμπεν υπέρ τον Ιούραν, υπέρ την Ελβετίαν και υπέρ την Σαβοΐαν· από παντού ετοξεύετο αστραπή επί αστραπής και αι βρονταί εκυλίοντο η μία μετά την άλλην συγκρουόμεναι επί δευτερόλεπτον.

Εις τας μεταξύ των ελαιώνων κοίλας οδούς εκυλίοντο κύματα ποδοβολητού και βοής ζώων και ανθρώπων επανερχομένων εκ των αγρών· τινές των νέων, επιβαίνοντες ημιόνων ανεπισάκτων και κρατούντες προ αυτών δέμα χόρτων, ανέβαινον προς το χωριό άδοντες.

Από στόματος εις στόμα διεδόθη η είδησις ότι είχον αρχίσει αι καταδιώξεις προ μεσημβρίας, ότι είχον ήδη αιχμαλωτισθή αρκετοί εκ των εμπρηστών εκείνων. Και εις όλην την πόλιν αι κραυγαί αντήχουν και εκυλίοντοεπί των λόφων και εις τους κήπουςεπί μάλλον και μάλλον λυσσώδεις. «Εις τους λέοντας, τους χριστιανούς

Η μία χειρ συνέθλιβε τον αέρα, η ετέρα διετρύπα τα όρη, η άλλη κατέσκαπτε την γην, και υπέτασσε τα νέφη, και τας θαλάσσας υπεδούλωνεν. Η κεφαλή της έφθανε μέχρι των άστρων, αλλ' οι πόδες της εις τον βόρβορον εκυλίοντο. Και είδον ανθρώπους καθαρίζοντας τους πόδας αυτής με ιδρώτα και αίμα, και πλειότερον σπιλούντας αυτούς.

Τα σώματα των αποθνησκόντων έκειντο νεκρά τα μεν επί των δε, και πολλοί ημιθανείς εκυλίοντο εις τας οδούς και πλησίον εις τας κρήνας απάσας, κυριευόμενοι υπό φλογέρας δίψης· και τα ιερά δε εντός των οποίων κατεσκήνουν ήσαν πλήρη νεκρών, εκεί μέσα αποθνησκόντων των ανθρώπων· διότι ένεκα του υπερβάλλοντος κακού μη ηξεύροντες τι θα γίνουν απώλεσαν τον σεβασμόν προς τα ιερά και τα όσια.

Οι πίλοι των ίπταντο επί πτερύγων του βορρά ως φύλλα φθινοπώρου, αι ράβδοι των εκυλίοντο εις τας οδούς ως κάρφη αχύρων, αι κνήμαι των απέμενον αδρανείς εν μέσω του πεζοδρομίου, και η αναπνοή των εκόπτετο ως υπό αντλίαν πνευματικήν.