United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Κλέων ενεθάρρυνε τον φίλον του διά γλώσσης θερμής. — θα μείνης πλησίον μου όσον θέλεις, του είπε, χωρίς να στενοχωρήσαι και με τον καιρόν κάτι θα ευρεθή και διά σε. Αλλά και η νεαρά σύζυγος του ιατρού πολύ συνεπάθησε τον Ισίδωρον, τη υπερήρεσε δε η ζωηρότης και το εύθυμον του χαρακτήρος του, προσόντα τα οποία δεν εύρισκεν εις τον σύζυγον, βυθισμένον πάντοτε εις τα βιβλία και τας συνταγάς του.

Και ναι μεν τα πρώτα εκείνα αισθήματα ηλλοίωσε βεβαίως ο χρόνος ουχ ήττον η φιλία υφίσταται πάντοτε, τουλάχιστον ο Κλέων αισθάνεται ότι αγαπά πολύ το Ισίδωρον και τώρα ακόμη, θα είνε δε ευτυχής αν δυνηθή να τω χρησιμεύση. Διότι, αν ηθέλαμεν κρίνη εκ του εξωτερικού του, τα πράγματα του Ισιδώρου δεν ήσαν βεβαίως πολύ ρόδινα.

Είχε και μίαν γλυκείαν ανάμνησιν. Εις τα μικρά, τα σχολικά του έτη, είχε συνδεθή με φιλίαν στενήν μ' ένα του συμμαθητήν, μικρότερον την ηλικίαν, πολύ δε ανόμοιόν του τον χαρακτήρα. Ο Ισίδωρος ήτο ελαφρόνους, ακατάστατος, άτακτος, σκανδαλοποιός, καθ' όλην την έκτασιν mauvais sujet. Ήτο όμως ζωηρότατος, εύθυμος, γλυκύς. Και τον Ισίδωρον αυτόν ηγάπησε πολύ ο Κλέων.