United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !
ΝΙΚΟΣ — Δε θα μας δώσετε, σήμερα και τη Δίδα Δώρα, κύριε Φλέρη; Έρχομαι να σας τη ζητήσω από μέρος όλων των δεσποινίδων. ΜΙΣΤΡΑΣ — Θα της κάνη πολύ καλό λίγη άσκηση, Τάσσο. Στείλε την με τη βάρκα, να σε χαρώ. ΦΛΕΡΗΣ — Α! φίλε μου. Αν μπορούσατε να μου την ξεκολλήσετε από τους ουρανίους φίλους της, θα σας ήμουνα και υποχρεωμένος. Φτάνει να θέλη μονάχα. ΝΙΚΟΣ — Θα την παρακαλέσω εγώ, κύριε Φλέρη.
Στάθηκαν απόξω και μίλησαν αρκετή ώρα !. . . Ο Νίκος ξαναμπήκε μέσα κατσούφης. -Να πας στη θεια Ελέγκω, του είπε η Βεργινία, να της πης να μας στείλη τη Λιόλια, την ανεψιά του αντρός της. . . Είναι καλό κορίτσι. . δεν έχει κανένανε στον κόσμο. . . Σαν ήμουνα στης θειας ήτανε μικρή. . πήγαινε στων Απόρων Γυναικών. Τώρα θα κοντεύη δεκαεφτά χρονώ.
Κι ο νέος άντρας πάλι πιο γλήγορα ψυχραίνεται όσο βλέπει να μαραίνεται το ρόδο της λαχτάρας του και βλέπει γύρω του νανθούν οι κάμποι της ζωής και τα γλυκά λουλούδια να χαιρετούν τις πλάνες πεταλούδες. . . Όταν, το μεσημέρι, κατέβαινε ο Νίκος απ’ τον τροχιόδρομο στη στάση της Γαργαρέτας κ’ έπαιρνε τους ανηφορικούς δρόμους να πάη σπίτι του, ψηλά, κάτω απ’ το λόφο του Φιλοπάππου, γύριζαν και τον κύτταζαν τα κορίτσια στις πόρτες, που περίμεναν τους άντρες του σπιτιού ναρθούν απ’ τη δουλειά να φαν ψωμί.
Απ' τα εβδομήντα κι' απάνω. Εγώ, να σας χαρώ, τη φροντίδα τούτη θα τη λάβω σε πέντ-έξη χρόνια. Και πάλι βλέπομε. ΔΩΡΑ — Δεν είν' αυτό. Ο μπαμπάς είναι υπερβολικός. Εγώ αγαπώ πολύ τις δεσποινίδες Μιστρά. ΝΙΚΟΣ — Αν τις αγαπάτε δεσποινίς, θα το αποδείξετε. ΔΩΡΑ — Είμαι έτοιμη με κάθε τρόπο. ΜΙΣΤΡΑΣ — Εδώ σε θέλω, κοκκώνα μου. Τα λόγια, βλέπεις, δεν έχουνε πέραση. Θέλομε αποδείξεις.
Γύρω γύρω δε τα μεταξύ των σταυρών μικρά κρανία έβλεπον και εκείνα με τους κενούς των οφθαλμούς και εγέλων με τα άσαρκα στόματά των. Η εικών ενέπνεεν αληθώς φρίκην! Ο Νίκος δεν ηδύνατο ν' αποσπασθή από την θέαν της. Αλλά κ' εγώ μετά δυσκολίας εκυρίευσα την ταραχήν μου. — Άφησε, είπα επί τέλους. Αρκετά εθαυμάσαμεν το καλλιτέχνημα τούτο.
Τρέχα γύρευε τώρα πότε θα γυρίση. . . Μήπως θα τηνέ φέρη κιόλα πίσω ο κύριος Νίκος ! έ;, Νά-τα ! Μάτια μου, θέλει και καβαλλιέρο ! Δε στάλεγα εγώ; όπως πήγε, ναρθή ! τι; Και να δης που εξ αιτίας της αργεί κι ο Κύριος Νίκος.
ΝΙΚΟΣ — Τι λέτε, κύριε Φλέρη; Τη δεσποινίδα; Οι ξαδέρφες μου τη θεωρούν για την καλύτερή τους φιλενάδα, δεν τη ξεχωρίζουν από αδερφή. Όμως η δεσποινίς — Προς τη Δώρα — μου επιτρέπετε να διαβιβάσω παράπονα, δεσποινίς; — είναι τόσο ακατάδεχτη και μας κάνει τόσο σπανίως την ευχαρίστηση . . . ΦΛΕΡΗΣ — Ακατάδεχτη! Ανόητη θέλετε να πήτε.
Έπειτα ο Νίκος έψαξε κ’ ηύρε το μπουκαλάκι με τον αιθέρα πάνω στον κομμό και τάνοιξε κάτω απ’ τη μύτη της. Μα η Βεργινία δεν κουνήθηκε. Της έσταξε λιγάκι στα μηλίγγια της και της τάτριψε. Της έτριψε και τα χέρια μ' όλη του τη δύναμη ως που ρόδισαν αχνά.
Κάτωθεν των εικόνων ήτο καρφωμένον επί του τοίχου, διά τεσσάρων καρφίων ορειχαλκίνων, ύφασμα επίμηκες κεντητόν. Εφαίνετο ότι ετοποθετήθη εκεί προς τιμήν των εικόνων υπό γυναικείας φιλαρέσκου χειρός. Το κέντημα δεν είχε τι το αξιοπερίεργον, αλλ' ο Νίκος το περιειργάζετο μετά πολλής προσοχής.
Με το ξύλινον ποδάρι του στηριζόμενος εις δύο ραβδία περιήρχετο όλας τας οδούς των Αθηνών καθ' εκάστην, μανθάνων όλα τα νέα και βλέπων όλα τα περίεργα, ενώ εξ άλλου έχων τετραγωνικόν νουν εις μίαν μεγάλην τριγωνικήν κεφαλήν — την βάσιν προς τάνω και την κορυφήν προς τα κάτω — , έκρινεν ευφυώς και ασφαλώς, άλλος Γέρω- Νίκος του Πηλίου, έξω εκεί εις τα Σεπόλια, ο Ξυλόσοφος αποκαλούμενος διά τα ξύλα ίσως όπου έφερεν επάνω του, τον ένα πόδα και τα δύο ραβδία.
Λέξη Της Ημέρας