Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέτοιες κνήμες! ΛΟΥΠΟΣ. Κατέβηκε στο στοίβο ένας νέος, ένα παιδί ωραίος και λεπτός σαν κρινοκλάδι. Τον αρπάζει, τον πετάει χάμω. . . ΕΠΑΡΧΟΣ. Ποιόνε; ΛΟΥΠΟΣ. Τον Λυαίο! ΕΠΑΡΧΟΣ. Είν' απίστευτο! ΛΟΥΠΟΣ. Τον σκάζει σαν ρόγα σταφυλιού. Άκου με τι σου λέω. Τον τσακίζει. . . Και το χειρότερο απ' όλα, είνε Χριστιανός! Αυτή την ώρα το διαλαλούν στης ρύμες οι Ναζαρηνοί! ΕΠΑΡΧΟΣ. Σαστίζει ο νους μου. . .

Τούτο ήτο ένας από τους καϋμούς της γραίας, ότι έμελλε ν' αποθάνη, ως έλεγε, χωρίς να επανίδη τον υιόν της και τον εγγονόν της τον μεγάλον, όστις ωμοίαζε τόσον με τον μακαρίτην τον πάππον του.

Δε μπορώ ν' ακούω περισσότερο αυτές της τρέλλες». Σκεφτική απεσύρθη στο δωμάτιο της, έπεσε στο κρεββάτι, κ' είχε μεγάλη λύπη. «Δυστυχισμένη! γιατί να γεννηθώ; Η καρδιά μου βαρειά είναι και πληγωμένη. Βραγγίνα, αγαπητή αδελφή, η ζωή μου είναι τόσο σκληρή και τραχειά που χίλιες φορές θα προτιμούσα το θάνατο. Είναι κει ένας τρελλός, κουρεμένος σταυρωτά, που ήρθε δω μέσα στην κακή ώρα.

Ο Αγαθούλης καταμουσκεμένος, εσύρθηκε την άλλη μέρα προς την γειτονική πόλη Βαλντμπεργ-κοφφ-τραρμπει-ντικντόρφφ, απένταρος, πεθαμένος από πείνα και κούραση. Σταμάτησε θλιβερά στην πόρτα μιας ταβέρνας. Δυο άνθρωποι, ντυμένοι γαλάζια, τον παρατήρησαν: — Σύντροφε, λέγει ο ένας, να ένας νέος πολύ καλοφκιασμένος και που έχει το απαιτούμενο ανάστημα.

Αυστηρή ωμορφιά, μαραμένη από κάποια βαθειά αρρώστεια. ΛΕΛΑΕλεύθερη γυναίκα, φιλενάδα του Τάσσου. Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΜΙΣΤΡΑΣΓιατρός των λουτρών, γηραλέος μα ζωηρός και γερός άνθρωπος. ΝΙΚΟΣ ΜΙΣΤΡΑΣΑνιψιός του γιατρού Μιστρά, φοιτητής της Γιατρικής. Ο ΜΠΑΡΜ-ΑΡΓΥΡΗΣΠαλιός υπηρέτης του σπιτιού του Φλέρη, γέρος εξηντάρης. ΕΝΑΣ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ ΜΙΑ ΘΕΑΤΡΙΝΑ ΕΝΑΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ του ξενοδοχείου.

Κάμε τον ζευγά, κάμε τον βαλμά, κάμε τον τσαγκάρη ακόμα. Ώμορφο πράμα, αλήθεια, ένας Ευμορφόπουλος να μπαλώνη παπούτσια. Η κυρά Πανώρια εσούφρωσε αυστηρά τα φρύδια της και τον κύτταξε κατάματα. Το χασκόγελό του της φαινόταν ανυπόφορο. — Κ' ένας καλός μπαλωματής, παιδί μου, είπε αργά και σοβαρά, μπορεί να τιμήση τ' όνομά του όπως κ' ένας σοφός.

Εννοούσε να δώση της αδελφής του τον καλλίτερον άνδρα· και μίαν φοράν, οπού ένας των λατρευτών της ετόλμησε να της κάμη πατινάδα, ο Αντωνέλλος ευγήκε στο παράθυρο με τα νυχτικά του και του είπε να τραβηχθή, για να μη φάγη καμιά τρομπονιά· ο νέος αυτός εραστής δεν ήτο του γούστου του.

Σαν που ταφήκα παιδί, το ξαναβρήκα και γέρος. Τη θάλασσα, τη θάλασσα κοίτα! Η θάλασσα είναι λεύτερη, αλυσίδα δεν τηνε δένει τη θάλασσα. Η θάλασσα χάφτει καράβι καθώς άνθρωπος χάφτει σπειρί άνιθο. Αρμάδες αλάκερες καταπίνει. Να, εκεί, κατά ταριστερά, έκαμε μια φορά η φωτιά συντροφιά με το κύμα, και μοιράστηκαν ένα καράβι ανάμεσά τους. Ένας Παππανικολής την έφερε τη φωτιά.

Ένας λοιπόν απ' αυτούς τους ηρώους είταν κι ο Τραμουντάνας. Τύχαινε συχνά πυκνά να τον ανταμώνω στα ξενικά του λημέρια. Σπίτι του να πάγω ποτές δεν ταίριασε, είνε αλήθεια. Άκουγα όμως πως με την Ιρλανδέζα του τη γυναίκα δεν κακοπερνούσε, γιατί έτυχε η κερά ναγαπάη το πιοτό, και το γλέντιζε πάντα μάλλες γειτόνισσες που ταγαπούσαν κι αυτές. Ο φίλος πάλι του άρεζαν τα χαρτιά!

ΒΕΡΑΕίναι ανάγκη να τον γνωρίζη κανείς; Φτάνει ότι είναι ένας ασθενής. Επιθυμεί τίποτε ο κύριος; Όχι, ευχαριστώ. Ο υπηρέτης μαζεύει τα πράματα και φεύγει προς το μέρος του ξενοδοχείου. ΒΕΡΑΓια πού μπάρμπ-Αργύρη; Δε μας χαιρετάς; Καλησπέρα σας. Με συμπαθάτε. Κατεβαίνω ως στο γιαλό. Δε με κολλάει ύπνος απόψε. Δεν ξέρω τι έχω και δε με κολλάει ύπνος. Πάω να καμαρώσω τη θάλασσα με το φεγγάρι.