United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


'Σ' τ' άλλο δυο βράχ' υψόνονται• τον ουρανόν εγγίζει ο ένας μ' άκρη σουβλερή, και συννεφιά τον ζώνει μαύρη και μένει ατάραχη, και εις την κορφήν εκείνη, 75 καλόκαιρο ή φθινόπωρο, ποτέ δεν ξαστερόνει. κει δεν θα εμπόρει ν' αναιβή θνητός ή να πατήση ποτέ κανένας, κ' είκοσι χέρια και πόδια αν είχε• ότ' είναι η πέτρα γλυστερή, 'σαν σκαλισμένος λίθος. σκοτεινόν άντρο ανοίγεται του βράχου μες την ζώνη 80 προς δύσιν, εις το έρεβος γυρμέν', όπου το πλοίο και σεις, θαρρώ, θα στρέψετε, λαμπρότατε Οδυσσέα. ουδέ γενναίος τοξευτής θα εμπόρει απ' το καράβι να φθάση με το βέλος του του άντρου βαθυού το στόμα.

Θαρρεί δηλαδή πως φουρτούνα και μπουνάτσα δεν είναι δουλειά της μετεωρολογίας, δεν είναι πράματα φυσικά, μα πως ένας άθρωπος μπορεί ναλλάξη και μάλιστα να χαλάση τους νόμους που κυβερνούν τον κόσμο. Κι ο δάσκαλος πάλε τι λέει; Λέει πως εκείνος μπορεί ναλλάξη και να χαλάση τη γλώσσα του λαού, που πήρε δικό της δρόμο και που έχει νόμους δικούς της.

Ένας από τους δύο σας είναι ανάγκη να αφήση την ζωήν. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αλλοίμονον, ποίαν πικράν εκλογήν ζωής μου προτείνεις! Και αν εκλέξω θα είμαι αθλία και αν δεν εκλέξω γίνομαι δυστυχής. Ω συ, που χάριν μικράς αιτίας, μεγάλα κάμνεις, άκουσε με.

Ο βαστάζος εθαύμασε πόθεν τούτο· οι πλούσιοι δεν έχουν τοιούτον ελάττωμα να καλούν εις την τράπεζάν τους τους πτωχούς και ποταπούς, καθώς είμαι εγώ ένας πτωχός βαστάζος, που οι πλούσιοι δεν καταδέχονται καν να με χαιρετήσουν, όταν εγώ τους προσκυνώ έως εις την γην· ας υπάγω όμως να ιδώ τι είνε τούτο το παράδοξον έργον του πλουσίου· και εάν ο υπηρέτης αυτός με εγέλασε, μα το όνομα του Προφήτου θέλω εκδικηθή εναντίον του.

Σα φτάσανε στην πόρτα του περιβολιού, ένας άνθρωπος ηλιοκαμμένος, με παλιά, μπαλωμένα ρούχα, με το περπάτημα το αργό και βαρύ των γεμιτζήδων, ζύγωσε διακριτικά την Παυλίνα, έβγαλε το σκούφο του και την αρώτησε σιγαλά, αν είναι αυτή η γυναίκα του δυστυχισμένου του Παύλου. Η Παυλίνα τον αποπήρε. — Τι θέλεις από μένα; του είπε.

Ο Ορμώζ το εδέχθη με ευχαρίστησιν, και είπε προς αυτούς, ότι ήθελεν όσον καιρόν έμελλε να σταθούν εις το Αστραχάν, να υπάγουν να μένουν εις το παλάτι του. Αυτοί την ιδίαν ημέραν, επήγαν εκεί και κατέλυσαν· εις τους οποίους εδόθηκεν ένας ωραιότατος χοντζερές στολισμένος όλος από μεταξωτά, ομοίως και οφφικιάλοι του βασιλέως διά να τους υπηρετήσουν.

Εμάς μας φαίνονται σαν να έχασαν έξαφνα κάθε τους ζωτικότητα, όλες τις λίγες αρετές που είχαν. Οι μόνοι αληθινοί άνθρωποι είναι εκείνοι που ποτέ δεν υπήρξαν, κι αν ένας μυθιστοριογράφος είναι τόσον ευτελής, ώστε να γυρεύη στη ζωή τους ήρωές του, πρέπει τουλάχιστο να καμώνεται πως είναι πλάσματά του κι όχι να καυχιέται ότι είναι αντίγραφα.

Ούτε πολλές ούτε λίγες. Πέντε ημερών μισθό μου έτρωγε. Πάλι καλά. — Έτσι· του απάντησα. Κ' εβγήκα με δύο σβάντσικες στη Μεσσήνα. Άρχισε τόρα η ζωή του ναύτη με τα όλα της. Ζωή και τήξη. Μερμήγκι τέλειο. Μερμήγκι στη δουλειά, ποτέ όμως και στο σύναγμα. Τι να εύρης, τι να συνάξης; Ημεροδούλι ημεροφάι. Ένα ζευγάρι ποδήματα, ένας μισθός. Ένας μουσαμάς, άλλος μισθός. Ένα γλέντι στο Κεμέρ αλτί, τρίτος.

Αφιχθέν το πλοίον εις την Ζάκυνθον, εξήλθον άπαντες εις το Υγειονομείον διά να καταγραφώσιν· όταν ήλθεν η σειρά του ανωτέρω ηρωτήθη πώς ονομάζεσαι: «Αντώνιος Ροΐδης». Εις την εκφώνησιν του ονόματος τούτου είς των φυλάκων αποκαλεί τον Αντώνιον ψεύστην και κλέπτην, συνάμα δε απέρχεται δρομαίως εις την οικίαν του κόμητος Αντωνίου Νικολάου Ροΐδη και του λέγει: έ Αυθέντη, ήλθεν ένας ο οποίος έχει κλεμμένον το όνομά σου και τολμά να λέγη ότι ονομάζεται Ροΐδης.

Εν τούτοις ο Κλεινίας είχεν αποκριθή εις τον Ευθύδημον, ότι μανθάνουν όσα δεν γνωρίζουν εκείνοι που μανθάνουν. Και ο Ευθύδημος εξηκολούθησε να τον ερωτά κατά τον αυτόν τρόπον καθώς και πρότερον: — Δεν μου λέγεις, Κλεινία, γνωρίζεις τα γράμματα; — Τα γνωρίζω. — Μα όλα; — Όλα. — Αλλά όταν ένας απαγγέλλη κάτι τι, δεν απαγγέλλει γράμματα; — Βεβαίως.