United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όποιος λέει ζήλια , ας είναι και βαρκάρης, τόμαθε από κανένα δάσκαλο. Να το ξετάσετε το πράμα, — γιατί αξίζει, — να πάρετε έναν έναν εκείνους που το συνηθίζουν και θα διήτε πως είναι δασκαλισμός. Ένας που χάνει τα λογικά του, δε ζηλέβει, ζουλέβει, είναι ζουλιάρης, έχει ζούλια.

Και τα λίγα που μένανε, δεμένα στο μώλο. Μπήκε στο χρέος. Ο πατέρας μου φτωχός, κι' αυτός άρχοντας! Μάλιστα. Ο παραγυιός να δανείζη τον αφέντη και να του τώχη και για δούλεψι. Πού τις βρήκε τις σφάντζικες ο κασίδης; Ένας Θεός το ξέρει! Ο κλέφτης καζαντίζει, βλέπεις· ο τίμιος πεινάει Και δος του δανεικά ο πατέρας μου ναπαντήση τα έξοδά του. Και δος του ενέχυρα.

Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά.

Είταν ασάλευτος, και τα στήθια του ματωμένα. Είταν πεθαμμένος ο ακριβός μου! Και καθώς που στέκουμουν και τον έβλεπα, ξερή σαν την πέτρα, έρχουνται πάλι και με τραβούνε μέσα οι σκύλοι. Φοβηθήκανε μην τους ξεφύγω. Εμένα τώρα με βασανίζανε δυο στοχασμοί. Ο ένας να γλυτώσω το γέρο, ο άλλος, &να σκοτώσω& τους φονιάδες του Γιώργη μου. Αυτοί οι Τούρκοι είταν ξένοι. Δε μας ήξεραν.

Βριζούμαστε ανάμεσά μας, κλέβουμε ο ένας τον άλλον, τυραννούμε τις γυναίκες μας, τα παιδιά μας; Έρχεται πάλι η γριά Σκλαβιά και μας παίρνει το βάρος. Ως και στη γλώσσα μας, η Σκλαβιά φταίει που έχασε τόσα και τόσα αρσενικά και θηλυκά. Ο Ζυγός κ' Η Αλυσίδα μένουνε, μένει κ' Η μαύρη μας η Μοίρα μαζί με ΤΟ γέρο το Θάνατο.

Ένας από αυτούς γνωρίζοντάς με διά ξένον μου απεκρίθη, ότι εδώ είναι ο τόπος ο διωρισμένος, που οι εθνικοί ενταφιάζουν τους νεκρούς, και καίουν τα κορμιά τους, και οι γυναίκες τους απολαμβάνουν μίαν αθάνατον δόξαν· τώρα απέθανεν ένας από τους πρώτους αφεντάδες της αυλής του βασιλέως, του οποίου το κορμί μέλλει να καυθή εδώ και εις πέντε ώρες με τούτον τον τρόπον που βλέπεις, και η αγαπημένη του και πιστή γυναίκα θέλει κατακαή και αυτή εις τες ίδιες φλόγες που έχουν να φθείρουν το κορμί του ανδρός της.

Κλείνω μέσα μου αυτή τη στιγμή τον πόνο όλων όσοι τυραννιούνται κάτου από τα σκληρά πατήματα όλων εκείνων που σας μοιάζουν. . . Ά! με λέτε επαναστάτη, αναρχικό. Μα δεν είμαι τίποτ' απ' αυτά. Είμαι μονάχα ένας άνθρωπος, ένας άνθρωπος που εσείς δεν είστε. Αλίμονο σου, αλίμονο σου, τρισαλίμονό σου!... ΣΤΑΥΡΟΣ Τοίμασε σε παρακαλώ τα πράματά μου και κατέβασε τα κάτου στην οξώπορτα. ΥΠΕΡΕΤΗΣ Αμέσως.

Ήταν ο δικαστικός κλητήρας, ένας αστός αδύνατος με μαυριδερό πρόσωπο από τα γένια του που δεν τα είχε ξυρίσει εδώ και οχτώ μέρες. Κρατούσε ένα μακρύ χαρτί διπλωμένο στα δυο. Ανασήκωσε το πρασινωπό σκληρό καπέλο του από το φαλακρό του κεφάλι, κοίταξε τη Νοέμι και είπε διστακτικά: «Δεν είναι εδώ η ντόνα Έστερ;» «Όχι» «Θα ήθελα…. θα ήθελα να της εγχειρίσω αυτό.

Τι ώμορφη! έλεγε πολλάκις και η Θωμαή, θωπεύουσα μαλακά-μαλακά το ολόχρυσον εκείνο καλλιτέχνημα, με τας απαλάς της χείρας. — 'Σαν χρυσό φειδάκι, καλέ! Επανελάμβανε. — Φειδάκι που με φυλάει, έλεγε τότε ο Λαλεμήτρος μειδιών, φειδάκι που αντί για φαρμάκι με ποτίζει ζωήν. — Ποιος ξέρει ποια αμερικάνα θα σου την εχάρισε! Και διηγείτο τότε ο Λαλεμήτρος: — Ένας Εβραίος. Μου την επώλησεν ένας Εβραίος.

Αφού έφυγαν εκείνοι, άρχισε να μου λέγη πως ο Μεϊντανός είνε ένας αχρείος, που έχει στή ράχι του κατηγορίες για βιασμούς και φόνους. Τον προστατεύει όμως ο κύριος Βουλευτής Σύρου, που τον εγλύτωσε δυο φορές, και θα ήτο τρέλλα να τα βάλλω μ' ένα Συνταγματάρχη και υπουργικό βουλευτή, τώρα μάλιστα πού άρχισαν η δουλιές της Κυβερνήσεως να στραβώνουν και τον έχει ανάγκην.